GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
Καλώς ορίσατε, Επισκέπτης. Παρακαλούμε συνδεθείτε ή εγγραφείτε.

Σύνδεση με όνομα, κωδικό και διάρκεια σύνδεσης
Μάιος 06, 2024, 15:52:03 μμ
+  GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum Σύνθετη αναζήτηση
  Εμφάνιση θεμάτων
Σελίδες: « 1 2 3 [4]
46  Μαγειρέματα / Διατροφικά νέα .. / Φρουτοφαγία-σαλατοφαγία στις: Μάιος 18, 2011, 22:34:19 μμ


Καλοκαίρι: Ωρα για “φρουτοθεραπεία” και “σαλατοθεραπεία”

Γράφει Καρασούλη Κωνσταντίνα, MSc, κλινικός διαιτολόγος - διατροφολόγος

Διανύουμε ήδη τις πρώτες εβδομάδες του καλοκαιριού και η ανάγκη των περισσοτέρων
από μας για μια καλλίγραμμη σιλουέτα αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Καθώς οι ημέρες των
διακοπών δεν απέχουν πολύ, κάποιοι από μας πήραν τη θαρραλέα απόφαση, όχι μόνο
να απαλλαχτούν από τα 2-3 περιττά κιλά του χειμώνα που προηγήθηκε, αλλά και να βελτιώσουν συνολικά τη διατροφή τους.

Είναι γεγονός ότι οι επαγγελματικές και λοιπές υποχρεώσεις κατά τους χειμερινούς μήνες ήταν
ανασταλτικός παράγοντας για την πιστή εφαρμογή κανόνων σωστής και ισορροπημένης διατροφής,
με ποικιλία τροφών, οργανωμένα γεύματα και προσεκτικές επιλογές. Για τους περισσότερους,
τα φρούτα, κυρίως λόγω γεύσης, και τα λαχανικά με τη μορφή σαλάτας, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου,
δεν αποτελούσαν καθημερινή συνήθεια την περίοδο που προηγήθηκε. Θυμηθείτε ότι αρκετοί από σας
μπορεί να τρώγατε σαλάτα μόνο στο μεσημεριανό γεύμα της Κυριακής και φρούτα, όποτε βρισκόταν κάποιος διαθέσιμος να σας τα καθαρίσει!

Είναι, λοιπόν, μια καλή ευκαιρία από τώρα και για τις επόμενες εβδομάδες να δώσουμε περισσότερη
έμφαση στα φρούτα και τα λαχανικά και να τα προσαρμόσουμε απαραιτήτως στο καθημερινό μας διαιτολόγιο.
Άλλωστε οι συστάσεις των διαιτολόγων για 5 μερίδες φρούτων και λαχανικών την ημέρα θα έπρεπε κάποτε να πάρουν σάρκα και οστά!

Ξεκινήστε άμεσα να εντάσσετε τα φρούτα σε 2 τουλάχιστον γεύματα της ημέρας, κατά προτίμηση
το δεκατιανό και το απογευματινό και χρησιμοποιήστε τα λαχανικά για μια δροσερή σαλάτα,
ως κύριο γεύμα το μεσημέρι ή το βράδυ, συνδυασμένη με κάποιου είδους πρωτεϊνη. Παρακάτω ακολουθούν μερικές απολαυστικές προτάσεις:

“Φρουτοθεραπεία”

1 μπωλ πολύχρωμης καλοκαιρινής φρουτοσαλάτας με κεράσια, φράουλες, βερίκοκα, πεπόνι

Γιαούρτι χαμηλών λιπαρών με κομμάτια κομπόστας ροδάκινου

Χυμός στο μίξερ με φρούτα εποχής

1 μικρό μπωλ ζελέ με κομμάτια καλοκαιρινών φρούτων

“Σαλατοθεραπεία”

Σαλάτα Veggie: μαρούλι, ρόκα, σπανάκι, φρέσκα μανιτάρια, ντοματίνια, κρουτόν,παρμεζάνα, σως με βαλσάμικο ξύδι

Νησιώτικη: ρόκα, μαρούλι, ντοματίνια, αγγούρι, άνηθος, ελιές, παξιμαδάκια Κρήτης, μυζήθρα, μηλόξυδο Προσούτο: μαρούλι, ρόκα, προσούτο, σταφύλια, κουκουνάρι, παρμεζάνα, σως βινεγκρέτ

Κοτόπουλο: πράσινη σαλάτα, φιλετάκια κοτόπουλο, κρουτόν, ντοματίνια, καλαμπόκι, παρμεζάνα, σως μουστάρδας

Σαλάτα καπνιστού σολωμού: μαρούλι, καπνιστός σολωμός, αγγούρι, κάππαρη, φρέσκο πιπέρι, σως γιαουρτιού

Σαλάτα με ψητά λαχανικά: Μαριναρισμένα ψητά λαχανικά (κολοκυθάκι, μελιτζάνα, πιπεριά), ντοματίνια, φρέσκο μαρούλι ως βάση, σως με βαλσάμικο ξύδι

Τονοσαλάτα: Τόνος, κάππαρη, ντομάτα, μαϊντανός, φρέσκο κρεμμύδι, καρότο, ψωμάκια ολικής άλεσης, βινεγκρέτ με πολτό πράσινης ελιάς

Ντάκος: Κρητικό παξιμάδι με φρέσκια ντομάτα, ρόκα, ελιές, φέτα, ελαιόλαδο.

Φροντίστε περισσότερο τη διατροφή σας, στο πλαίσιο στης γενικότερης αυτοφροντίδας,
μετά από έναν απαιτητικό χειμώνα. Προσφέρετε στο σώμα σας την ενέργεια και την ενυδάτωση που χρειάζεται,
τις βιταμίνες που του λείπουν και τις φυτικές ίνες που απαιτούνται για την καλύτερη
λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Γι’αυτό και τα καλοκαιρινά φρούτα και λαχανικά,
ως μέρος του καθημερινού σας διαιτολογίου, αποτελούν την ιδανική επιλογή. Καλό ξεκίνημα…











47  Μαγειρέματα / Γενική συζήτηση / Πες μου τι έχεις στο ψυγείο σου... στις: Μάιος 17, 2011, 23:13:06 μμ


Πες μου τι έχεις στο ψυγείο σου, να σου πω ποιος είσαι
   
Γράφει η Ιωάννα Κατσαρόλη, Κλινική Διαιτολόγος Διατροφολόγος, MSc

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η παχυσαρκία αιτιολογικά σχετίζεται κατά 60%
με περιβαλλοντικούς παράγοντες, ενώ μόλις για το 2% του πληθυσμού των παχύσαρκων
ευθύνονται γενετικοί παράγοντες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε μελέτες με ομοζυγωτικά δίδυμα, που είχαν τη γενετική προδιάθεση
να γίνουν παχύσαρκα, προβλήματα βάρους απέκτησαν μόνο τα παιδιά που μεγάλωσαν σε περιβάλλον
που ευνοούσε την εμφάνιση παχυσαρκίας.

Συνεπώς, ακόμη και αν κάποιος είναι γενετικά προδιατεθειμένος για παχυσαρκία, είναι πολύ πιθανό
να μη γίνει παχύσαρκος εάν το περιβάλλον του είναι διατροφικά «υγιές».
Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι, η διαθεσιμότητα και η ποιότητα των τροφίμων στο άμεσο περιβάλλον του
δηλαδή στο σχολείο, στη δουλεία και κυρίως στο σπίτι, θα πρέπει να προωθεί τις αρχές της ισορροπημένης διατροφής.
Για το λόγο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να ελέγχουμε με τι προμηθεύουμε το σπίτι μας,
καθώς οι διατροφικές μας επιλογές σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από το τι περιέχουν τα ράφια της κουζίνας και του ψυγείου μας.

Δημιουργώντας λοιπόν, ένα περιβάλλον ασφαλείας στο σπίτι, είναι πολύ πιθανό να αποφύγουμε
επιδρομές και επιλογές που «παχαίνουν». Έτσι, ένα ψυγείο οργανωμένο με φρούτα, λαχανικά και
τρόφιμα χαμηλά σε θερμίδες και σε κορεσμένα λιπαρά, παρέχει τη δυνατότητα προετοιμασίας
ισορροπημένων και διαιτητικών γευμάτων. Αντίθετα, ένα ψυγείο ανοργάνωτο, γεμάτο με πλούσια
σε θερμίδες και λιπαρά τρόφιμα, οδηγεί σε γρήγορες επιλογές φαγητού, που συνήθως παχαίνουν.
Συνεπώς, πριν πάρουμε οποιαδήποτε απόφαση να αλλάξουμε συνήθειες διατροφής ή να μπούμε
σε πρόγραμμα ρύθμισης βάρους, θα πρέπει πρώτα από όλα να επαναφέρουμε την τάξη μέσα στο χάος των ραφιών μας.

Αρχικά, τα τρόφιμα μέσα στο ψυγείο θα πρέπει να ταξινομηθούν σε πρώτης και δεύτερης «χρήσης».
Αυτό σημαίνει ότι οι υγιεινές επιλογές όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και τα ημίπαχα γαλακτοκομικά
θα πρέπει να τακτοποιηθούν στα μπροστινά ράφια, ενώ οι διατροφικοί πειρασμοί, όπως τα αναψυκτικά
και τα γλυκά, στο πίσω μέρος του ψυγείου. Και αυτό γιατί, πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε πως το 70%
των ανθρώπων, όταν αγχώνεται, καταφεύγει στο ψυγείο. Κατά τον τρόπο αυτό, μειώνουμε τις πιθανότητες
να επιλέξουμε τρόφιμα που μας φορτώνουν σε θερμίδες, ιδιαίτερα όταν αντιδραστικά λόγω άγχους,
λύπης και θυμού, ανοίγουμε την πόρτα του ψυγείου.

Το επόμενο βήμα για τη σωστή οργάνωση του ψυγείου μας, είναι ο κατάλληλος εφοδιασμός.
Τρόφιμα που όχι μόνο δε πρέπει να λείπουν, αλλά να υπάρχουν και σε αφθονία στα ράφια
του ψυγείου μας είναι τα φρούτα και τα λαχανικά. Τα φρούτα αποτελούν εξαιρετική επιλογή για σνακ,
τόσο για αυτούς που θέλουν να τρέφονται υγιεινά, όσο και για αυτούς που προσπαθούν να χάσουν βάρος.
Είναι πλούσια σε βιταμίνες και φυτικές ίνες και μπορούν να περιορίσουν την επιθυμία για γλυκό,
λόγω της γεύσης τους. Είναι σημαντικό το ψυγείο να εφοδιαστεί με ποικιλία φρούτων και μάλιστα εποχής,
προκειμένου να λαμβάνουμε διαφορετικά είδη βιταμινών (κάθε φρούτο περιέχει και ξεχωριστές βιταμίνες),
με λιγότερα συντηρητικά. Τα φρέσκα ή ακόμα και τα κατεψυγμένα λαχανικά, λόγω της πλούσιας
θρεπτικής τους αξίας και των χαμηλών τους θερμίδων, αποτελούν μια υγιεινή επιλογή αλλά και μια εύκολη
λύση φαγητού, μιας και μπορούν να σερβιριστούν ως συνοδευτικά ή ακόμα και ως ένα ελαφρύ γεύμα.
Για όσους δε διαθέτουν πολύ χρόνο να ετοιμάσουν μια πλούσια σαλάτα, μπορούν να αποθηκεύσουν
έτοιμες σαλάτες με φρέσκα λαχανικά σε γυάλινα σκεύη ή ακόμα και κατεψυγμένες με βρασμένα λαχανικά,
χωρίς να στερούνται τη γεύση και τη θρεπτική αξία των λαχανικών.

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι, τυρί), επίσης δεν πρέπει να απουσιάζουν από το ψυγείο μας,
καθώς μπορούν να αποτελέσουν μια εύκολη και γρήγορη επιλογή ενδιάμεσου γεύματος.
Είναι εξαιρετικές πηγές πρωτεΐνης, ασβεστίου και ιχνοστοιχείων που είναι σημαντικά για την υγεία των οστών μας,
ωστόσο επειδή περιέχουν κορεσμένα λιπαρά, καλό θα ήταν προμηθευτούμε γαλακτοκομικά με χαμηλότερα λιπαρά.
Για όσους δεν καταναλώνουν επαρκείς ποσότητες γαλακτοκομικών καθημερινά (συστήνονται τρεις),
προκειμένου να καλυφθούν οι ημερήσιες ανάγκες σε ασβέστιο και βιταμίνη D, τα εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά
αποτελούν την ιδανική επιλογή.

Επειδή ο χρόνος για τους περισσότερους αποτελεί ένα σοβαρό περιορισμό για καλύτερες επιλογές διατροφής,
το ψυγείο από εχθρός θα μπορούσε να γίνει ένας ισχυρός σύμμαχος. Γρήγορα σνακ όπως φρουτοσαλάτες,
κομπόστες φρούτων, ζελέ, τοστ και αραβικές πίτες, με αλλαντικά και τυριά χαμηλά σε λιπαρά ή ακόμα
και φαγητά μαγειρεμένα, χωρισμένα σε μερίδες και συντηρημένα στην κατάψυξη, θα μπορούσαν να μας
γλιτώσουν πολύ χρόνο και προπαντός πολλές θερμίδες. Έτσι, γυρίζοντας από τη δουλειά πεινασμένοι,
το μόνο που θα σας χωρίζει από ένα καλό και χορταστικό γεύμα, δε θα είναι το τηλέφωνο του φαστφούντ,
αλλά η απόψυξη των σπιτικά μαγειρεμένων φαγητών σας.

Τέλος, δε πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε τι ΔΕΝ θα πρέπει να περιέχει το ψυγείο μας.
Τυριά και αλλαντικά πλούσια σε λιπαρά, μαγιονέζες, κρέμα γάλακτος, ζωικό βούτυρο, γλυκά και αναψυκτικά
καλό θα ήταν να μην έχουν θέση στο ψυγείο μας ή τουλάχιστον όχι συστηματικά, όχι σε μεγάλες ποσότητες
και όχι σε πρώτη «θέα» στα ράφια μας. Αποτελούν σίγουρα πειρασμό. Αν δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε,
θα ήταν προτιμότερο να τα προμηθευόμαστε σε μικρότερες ποσότητες και όχι σε οικογενειακές συσκευασίες
και σε πακέτα προσφορών. Η καλύτερη οργάνωση του ψυγείου μας το μόνο που προϋποθέτει είναι καλύτερες επιλογές.
Δεν απαιτεί χρόνο αλλά ούτε και κόστος. Το αντίθετο. Το μισοάδειο ψυγείο, απουσία ένοχων πειρασμών,
μας εξοικονομεί χρήματα και, σίγουρα, θερμίδες!

Πηγή: www.mednutrition.gr


48  Μαγειρέματα / Γενική συζήτηση / Ψάχνω συν/γή <<σάλτσα μανιτάρια για bbq>> στις: Μάιος 09, 2011, 12:59:07 μμ
Ψάχνω συνταγή για <<σάλτσα μανιταριών για μπάρμπεκιου>>.
Αν κάποιος-α  ξέρει ας τη δώσει.
Μου αρέσει πολύ και ιδικά με τα μπιφτέκια και φτιάχνω την έτοιμη στο φακελάκι της κνορ.
Έψαξα στην αναζήτηση και δεν υπάρχει στο ΜΑΣΑ.
49  Κουβεντούλα / Φύση και Οικολογία / Απελευθέρωση όρνεων στις: Μάρτιος 19, 2011, 23:59:19 μμ
Το ΕΚΠΑΖ  (Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγρίων Ζώων) Αίγινας με τη συνεργασία της Ζωόφιλης Δράσης Ηρακλείου που είμαι μέλος, απελευθερώσαμε άγρια πτηνά και όρνεα που είχαν περισυλλεγεί από την ευρύτερη περιοχή του νομού Ηρακλείου.

Ήταν όλα τραυματισμένα από πυροβόλα όπλα. Με την περίθαλψη και φροντίδα του ΕΚΠΑΖ, μετά από την πλήρη αποκατάσταση τους τα απελευθερώσαμε στο Γιούχτα, ένα βουνό λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο στο φυσικό τους περιβάλλον.






50  Διασκέδαση και Ψυχαγωγία (εκτός κουζίνας) / Βιβλίο, ποίηση και λογοτεχνία / ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΝΕΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ) στις: Φεβρουάριος 18, 2011, 22:42:58 μμ


                                                         ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΝΕΣ

Πολύ καιρό είχα να ‘δω το φίλο μου το Δημήτρη και τον αποθύμησα, φίλος παλιός και καλός γείτονας, μερακλής και γλεντζές, έχουμε κάνει  πολλές παρέες και ξενύχτια μαζί, να τρώμε, να πίνουμε και να χορεύουμε ως το πρωί αλλά από τότε που πήρε τη σύνταξη αποτραβήχτηκε στο χωριό του τις Αρχάνες. Τώρα τελευταία χαθήκαμε ολότελα, πες οι δουλειές, πες οι οικογενειακές υποχρεώσεις, τα κοπέλια, δεν βλεπόμαστε καθόλου, μόνο απ’ το τηλέφωνο τα λέμε, τον πήρα πάλι προχθές να τα ‘πούμε και με κάλεσε να πάω να τον ‘δω.
    Ετοιμάζομαι λοιπόν την Κυριακή πρωί-πρωί, παίρνω φρεσκοκομμένο καφέ που του αρέσει, και ζάχαρη γιατί τον πίνει γλυκό σερμπέτι, μπαίνω και σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και παίρνω μερικά καλούδια να μην πάω μ’ άδεια χέρια.
   Ανηφορίζω με το αυτοκίνητο τις κατάφυτες πλαγιές προς τις Αρχάνες.  Είναι αρχές του Σεπτέμβρη και ο καιρός έχει δροσίσει πια από τις κάψες του Αυγούστου που φέτος ήταν πολύ ζεστός  και με λιγοστά μελτέμια. Δεξιά κι αριστερά, τα μάτια μου δεν χορταίνουν να βλέπουν τους ατέλειωτους αμπελώνες να απλώνονται πέρα ως πέρα, με την πρωινή δροσούλα να είναι ακόμα καθισμένη απάνω στα ασημοπράσινα φύλλα τους που γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο. Δροσερό αεράκι μπαίνει απ’ το παράθυρο που μυρίζει αμπελόφυλλο και φρεσκοκομμένο βλαστό. Είναι η γνωστή μυρωδιά του αμπελιού. Τα εύφορα υψίπεδα και οι βορινές πλαγιές, ευνοούν την καλλιέργεια τους και τα μελτέμια, σαν φυσικό κλιματιστικό τα δροσερεύουν όλο το καλοκαίρι για να μη βράσουν τα σταφύλια τους.
    Οι τρυγητές έχουν ριχτεί με όρεξη στη δουλειά, να την αυγατίσουν τώρα που είναι πρωί, πριν τους πιάσει το λιοπύρι της μέρας. Φορτηγά πάνε κι έρχονται φορτωμένα άλλα με εργάτες κι άλλα με σταφύλια και γενικά, υπάρχει μια ζωηρή δραστηριότητα στην ύπαιθρο.
    Μετά από λίγη ώρα μπαίνω στις Αρχάνες, πλούσιο κεφαλοχώρι με αρχαία ιστορία από την εποχή του Μίνωα. Καμαρώνω τα αρχοντόσπιτα με τις αυλές που είναι σκεπασμένες με μπουκαμβίλιες και γιασεμάκια, ρέγομαι να θωρώ τα πλακόστρωτα σοκάκια με τους ιβίσκους και τις ακακίες. Όλοι οι δρόμοι κι οι γειτονιές πλημμυρίζουν μυρωδιά από το μούστο που βράζει, αφού όλοι σχεδόν οι νοικοκυραίοι θα γεμίσουν το βαρέλι τους.
   Μου άρεσε το σκηνικό του παραδοσιακού χωριού και ήθελα να το απολαύσω λίγο ακόμα, μιας και είχα ώρα, αφού σηκώθηκα νωρίς αν και Κυριακή, συνηθισμένος από το καθημερινό ξύπνημα. Κάθομαι λοιπόν σε ένα καφενείο στην όμορφη πλατεία να πιώ έναν καφέ παρέα με μερικούς
γερόντους  που είχαν απομείνει στο χωριό. Με καλημερίσανε όλοι μαζί, με κεράσανε όπως το καλεί το έθιμο και η κρητική παράδοση, και κουβε- ντιάσαμε για τη σοδιά και τον καιρό. Θυμήθηκα τις ωραίες βραδιές που έχω περάσει στα ταβερνάκια αυτής της πλατεία, παρέα με φίλους, σύντε- κνους, και συγγενείς. Εδώ έχω πιεί το πιο ωραίο κρασί, στυφό και κόκκι- νο σαν ρουμπίνι.

   Το χωριό είναι έρημο και άδειο, μόνο οι γέροι, τα σκυλιά και τα γατιά μείνανε να το φυλάνε, όλοι είναι στον τρύγο, είναι η εποχή που όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα και χωρίς αναβολές, γιατί ο καιρός περνάει  και ήδη έχει κάνει την πρώτη βροχή πριν δυο-τρείς μέρες και αν κάνει άλλη μία θα είναι καταστροφή για τα σταφύλια, οι βαθμοί τους θα πέσουν, οι ρόγες θα σκάσουν απ’ την υγρασία, θα σαπίσουν, και οι κόποι μιας ολόκληρης χρονιάς θα πάνε χαμένοι.
   Ευχαριστήθηκα τον καφέ στον παχύ ίσκιο της πλατείας, γέμισα τα πνευμόνια μου με χίλια δυο αρώματα απ’τα ρόδα και τα άνθη του χωριού και είπα, καλά μου είναι δα να πηγαίνω…
Δυο-τρεις γερόντισσες είχαν στήσει πηγαδάκι δίπλα στο αυτοκίνητο μου, είχαν ξεμείνει στο δρόμο με το αντίδωρο στο χέρι από την Κυριακάτικη λειτουργία και πιάσανε το λακιρντί, τις καλημέρισα και μπήκα πάλι στο δρόμο για τον προορισμό μου.


    Ανηφόριζα το δρόμο στους πρόποδες του Γιούχτα, οι τρυγητές ήταν πια καθισμένοι κάτω απ’ τις ελιές στον παχύ ίσκιο και παίρνανε το
κολατσιό τους. Μια παρέα με πέντε-έξι άντρες και γυναίκες καθόταν δίπλα στο δρόμο, είχαν στιβιάσει τα τελάρα με τα σταφύλια στην άκρη και περίμεναν το φορτηγό να τους πάρει. Ήταν ο Μαθιός με την παρέα του, ο ξάδερφος του Αρχανιώτη που έχουμε κάνει πολλές παρέες στο μετόχι του Δημήτρη  και σταμάτησα να τον χαιρετήσω.
  -Γειά σου ρε Μαθιό παλιόφιλε, του λέω, νωρίς-νωρίς εξεμπέρδεψες με τον τρύγο.
  -Καλώς το Νικόλα, μου λέει και συνεχίζει… ακόμα δεν εξεμπέρδεψα, ετούτο νε το τρυγούσαμε τρείς ημέρες, είχε μείνει λίγο και το αποτελειώσαμε, εδά  θα πάμε να τρυγήσουμε το μοσχάτο… εσένα ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε ωθ’ έπαε; Με ρώτησε.
  -Πάω ,να ‘δω τον ξάδερφο σου τον Δημήτρη, γιατί εχαθήκαμε ολότελα  και είπα δα σήμερο απου δεν  έχω ίντα  να κάμω, ας πάω μια βόλιτα να περάσει κι εμένα η μέρα μου. Του απάντησα.
 -Να του δώσεις χαιρετίσματα κι από ‘μένα, μου λέει, γιατί κι εμείς εχαθήκαμε , τον τελευταίο μήνα ήμαστε κάθε μέρα μέσα στ’ αμπέλια, και να του πεις εδά που θα τελειώσουμε με τον τρύγο και τσι μούστους, να κανονίσουμε ντελόγο ένα γενναίο τσιμπούσι στο μετόχι του. Ανήμενε  να σου δώσω λίγα σταφύλια για το σπίτι, μου λέει και πιάνει μια τσάντα, τη γεμίζει με ωραία διαλεχτά σταφύλια και μου τη δίνει.
 -Να ‘σαι καλά, του λέω, ‘φχαριστώ, αλλά δεν ήταν ανάγκη δα, άλλωστε θα με φιλέψει ο Δημήτρης. Πήρα τα σταφύλια, να μην τον προσβάλω, γιατί είναι ντροπή να μου προσφέρουν κάτι και να μην το δεχτώ, τους χαιρέτησα και έφυγα. 
    Μετά από δυο-τρεις ανηφόρες, κατηφόρες και στροφές, έφτασα επιτέλους στο κτήμα του Δημήτρη, στη ριζοβουνιά του Γιούχτα.

    Φαρδύ-πλατύ απλωνόταν σαν πράσινη φλοκάτη στη βορινή πλαγιά το αμπέλι και στην πάνω μεριά ήταν το μετόχι με τη μεγάλη αυλή.
   Μέσ’ τη μέση ήταν κι ο Αρχανιώτης όταν με είδε, χωσμένος μέσα στις φυλλωσιές  και σήκωσε τα χέρια του να με χαιρετήσει. Ψηλός, αδύνατος και ξερακιανός,  με το πρόσωπο σκαμμένο από τους χιονιάδες και τους καύσωνες τόσων χρόνων, όλη του την ημέρα  την περνάει μέσα σ’ αυτό το αμπέλι.
    Δουλευτής ακούραστος και άπιαστος τεχνίτης στα γεωργικά, έχει ελιές, βάζει μποστάνι με ντομάτες, αγγούρια, κολοκυθάκια, από λίγα κι απ’ όλα τα κηπευτικά. Το χειμώνα βάζει και λαχανόκηπο με μαρούλια, λάχανα, ραπανάκια, παπούλες  και χλωροκούκια, αλλά η αγάπη του και το μεράκι του, είναι αυτό το αμπέλι. Όλο το χρόνο το σκάβει, το κλαδεύει, το κουτσοκορφίζει και το ραντίζει με οικολογικά φάρμακα, να είναι πάντα καθαρό και νοικοκυρεμένο. Μα κι αυτό του ανταποδίδει την αγάπη του πλουσιοπάροχα, με τους εκλεκτούς του καρπούς και το μοναδικό κρασί. Όλες οι διαλεχτές ποικιλίες σταφυλιών είναι μέσα σ’ αυτό το αμπέλι, κοτσυφάλι, θραψαθύρι, μοσχάτο, λιάτικο και άλλες που δεν τις θυμάμαι.
   Τα πρωινά του καλοκαιριού, ρέγεται να περπατάει ανάμεσα στις αράδες, ξυπόλυτος και μισόγυμνος με ένα κοντοπαντέλονο, απλώνει τις χερούκλες του και χαϊδεύει τις φυλλωσιές, που είναι δροσερές από το αγιάζι. Τότε ένα μυστήριο  και ανεξήγητο φαινόμενο συμβαίνει.
   Μπορεί να είναι η ιδέα μου, μπορεί να είναι κι από την πρωινή αύρα, ένα παράξενο τρίξημο μαζί με θρόισμα ακούγεται μέσα στο αμπέλι, οι κουρμούλες ψηλώνουν από τη γη, οι βλαστοί τρέμουν και πλαγιάζουν προς το μέρος του να τις αγκαλιάσει, να αγγίξουν το μπέτι του  και αν κανένα φύλλο είναι κίτρινο ή ξερό, ή καμιά ρόγα είναι σάπια, πέφτουν στο χώμα, κι έτσι το αμπέλι, υπερήφανο και στολισμένο υποδέχεται τον κύρη του.

   Μαγεμένος αγνάντευα το φανταστικό τοπίο, έβαλα το χέρι μου κεραμίδι πάνω απ’ τα μάθια κι έβλεπα όλο το Ηράκλειο μέχρι απέναντι στην Ντία, το πετρωμένο θεριό που κείτεται ασάλευτο στη θάλασσα. Γυρίζω πίσω, σηκώνω το κεφάλι στο ιερό βουνό και βλέπω τον προαιώνιο θεό που κοιμάται στο προσκεφάλι του χιλιάδες χρόνια. Ρίγος και ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το κορμί. Συλλογιέμαι την ώρα που θα ξυπνήσει από την λήθη του αυτός ο πελώριος γίγαντας  και με πιάνει δέος. Η γης θα τρέμει και θα βουλιάζει, βράχια θα κατρακυλάνε και θα χάνονται στις χαράδρες, ο ουρανός θα σκοτεινιάσει θα βροντά και θα αστράφτει, τα ζώα θα τρέχουν τρομαγμένα να κρυφτούν στα λαγούμια τους, αλλά αυτό θα κρατήσει για λίγο, μετά όλα θα είναι ήρεμα και ήσυχα και μια νέα εποχή, λαμπρή και ένδοξη θα αρχίσει για όλους μας. Εγώ αυτό το πιστεύω και το περιμένω!

   Μ’ όλα αυτά να γυρίζουν στο μυαλό μου, έφτασε και ο Αρχανιώτης στην εμπασιά του αμπελιού να με υποδεχτεί.
 -Ίντα εγίνηκες μωρέ Νικολή, εχάθηκες ολότελα! Έλα, καλωσόρισες, μαύρα μάθια ήκαμα να σε ‘δω, μου λέει και μ’ αγκάλιασε και με φίλησε
σταυρωτά.
  Περπατήσαμε μια εικοσαριά βήματα μέχρι το μετόχι και καθίσαμε στην αυλή με τον παχύ ασκιανό. Μια κληματαριά φυτεμένη  μέσ’ τη μέση την είχε αγκαλιάσει πέρα ως πέρα, οι κληματσίδες γέρνανε γύρω-γύρω και  κόβανε τον πρωινό και απογευματινό ήλιο και τα σταφύλια, σαν
μωροκόπελα κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
   Άφησα το πεσκέσι μου στο τραπέζι και κάθισα.
 -Ίντα μου τά ‘φερες ετούτα νε μωρέ Νικολή, μου λέει, ποιος θα τα φάει; εκειά έχω ένα σωρό μέσα στο σπίτι που μου τα κουβαλούνε τα κοπέλια.
 …Λέγε ‘δα ίντα θα πιούμε καφέ γή ρακή;
 -Καφέ ήπια στην πλατεία, του λέω, μόνο φέρε τη ρακή να πιούμε κά’να δυο να φάμε και κανένα καλιτσούνι, γιατί η ώρα πέρασε και μέ ‘πιασε λιγούρα.
 -Εγώ εμαγειέρεψα κιόλας, μου λέει, Από χτες ήσφαξα ένα κουνέλι γιατί σε περίμενα και πρωί-πρωί απού ‘πινα τον καφέ τό ‘ψησα και τό ‘καμα στιφάδο απου σ’ αρέσει, σε μια ολιά που θα πεινάσουμε θα το φάμε.
  -Γιάντα  εχάθηκες από τη γειτονιά μπρε Δημήτρη; Τον ρώτησα, εγίνηκες καλά-καλά μετοχάρης.
  -Δεν κάνω μωρέ Νικολή στη χώρα, μου λέει, έπαε έχω ‘γω τσι φίλους μου, τα ξαδέρφια μου, πάω το βράδυ στο καφενείο και τα λέμε, παίζουμε κιαμιά μ’πρέφα γή τάβλι, έχω και τα γεωργικά μου, τα κουνέλια και περνά η μέρα μου, ίντα να κάθομαι δα να κάνω μέσα στο διαμέρισμα, να τσακώνομαι  με την κερά; …Ε, κατεβαίνω πότες-πότες να ‘δω τα ‘γγονάκια άμα κάμουνε πολλές μέρες να ‘ρθούνε, κάθουμαι μια-δυο μέρες και φεύγω.
   Τσουγγρίζαμε τα ποτηράκια και πίναμε τη ρακή, κόντεψε να φάμε τα καλιστούνια και αναστορούμασταν για τις παρέες και τα γλέντια που έχουμε κάνει σ’ αυτό το μετόχι.
    Χωρίς λόγο και αιτία, δίχως να είναι σκόλη ή γιορτή, έτσι για το κέφι μας και μόνο, όποτε μας βαραίνουν τα βάσανα και οι σκοτούρες της ζωής, πέφτουν τα τηλέφωνα και μαζευόμαστε όλοι εδώ. Τα ξεχνάμε όλα κι ερχόμαστε, τους χειμώνες καθόμαστε μέσα στο σπίτι στο τζάκι, και τα καλοκαίρια στη δροσερή αυλή. Άλλος κρατάει κρέας, άλλος γλυκά, άλλος σαλατικά, τυριά, ελιές μόνο κρασί που δεν φέρνει κανένας γιατί ο Αρχανιώτης το παίρνει σε προσβολή να έχει δυο-τρία βαρέλια στο κελάρι κι εμείς να βαστούμε το δικό μας. Κι αυτός, σαν καλός οικοδεσπότης, από νωρίς καθαρίζει και σκουπίζει καλά-καλά το σπίτι, ρίχνει νερά στην αυλή και στα πεζούλια να είναι δροσερά, μετά ανάβει τον ξυλόφουρνο να ψήσει το δικό του κέρασμα και κατά το βραδάκι ανάβει όλα τα φώτα μέσα-έξω και μας περιμένει.
    Σαν την πούλια λάμπει κι αστράφτει το μετόχι  από μακριά, σαν μοναστήρι που γιορτάζει, φεγγοβολάει στην σκοτεινή πλαγιά.
    Μα κι εμείς δεν καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια, μοιραζόμαστε τις δουλειές κι ο ένας θα πλύνει το κρέας, άλλος θα ανάψει φωτιά να το ψή-
σει, άλλος θα καθαρίσει τις πατάτες να τις τηγανίσει, άλλος θα κάνει τις σαλάτες και οι γυναίκες αναλαμβάνουν το στρώσιμο του τραπεζιού και το σερβίρισμα. Όλοι καλοσυνάτοι και χαμογελαστοί, άνθρωποι μπερεκέτι, πρόσχαροι και ευγενικοί, πάντα έχουν ένα καλό λόγο κι ένα αστείο να πειράξει ο ένας τον άλλο, καλοπροαίρετα για να γελάσουμε.

   -Σκώσου μπρε να πάμε μια βόλιτα στ’ αμπέλι να ξεμουδιάσουμε μια ολιά, μου λέει μια στιγμή για να αλλάξουμε την κουβέντα.
    Αυτός καθότανε στα καρφιά τόσην ώρα, ήθελε να μου δείξει το αμπέλι και δεν ήξερε πώς να το πει. Άμα έχει καλή σοδιά, καμαρώνει και κοκο-
ρεύεται, θέλει να το δείχνει σ’ όποιον έρχεται για να εισπράττει τα μπράβο και τους επαίνους, αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για τον κόπο και τον ιδρώτα του. Όταν όμως το κάνει ο διάολος να βρέξει δυο-τρείς φορές μέσα στον Αύγουστο, να η χολέρα, ο περονόσπορος και η σαπίλα, τότε ούτε να το βλέπει δε θέλει, δεν πατεί τα πόδια του μέσα, μόνο κατεβάζει τα μούτρα και δε μιλιέται.
  -Ξάνοιξε μπρε Νικολή επαέ να ιδείς σταφύλια, να! να! μού ‘λεγε και σήκωνε τις κλάδες με τα χέρια του. Κάτω απ’ τις πυκνές φυλλωσιές, ήταν σωροί-σωροί τα σταφύλια πεντακάθαρα και ζηλευτά. Μου τά ‘δειχνε και χασκογελούσε σαν κοπέλι.
   Στάθηκα λίγο και τα ‘ποκαμάρωνα, ήταν χοντρά και γυαλιστερά, άλλα κόκκινα σαν πορφύρα κι άλλα κίτρινα σαν κεχριμπάρι, στο λόγο μου, εγώ πιστεύω ότι μετά την ελιά, τούτος είναι ο πολυτιμότερος καρπός πάνω στη γη.
 -Μπράβο μπρε Δημήτρη, γεια στα χέρια σου, είσαι άξιος και μερακλής αγρότης, τού ‘λεγα κι εγώ, κι αυτός κόρδωνε από καμάρι κι υπερηφάνεια.
-Λέω δα να το κόψω ετούτη νε την εβδομάδα, ίντα λες καλά ν’του δεν είναι; Ρητορικά με ρώτησε.
  -Εσύ είσαι το αφεντικό, εσύ κατέχεις, του είπα.
   Περπατήσαμε ένα γύρο το αμπέλι μέχρι την κάτω μεριά στο δάμακα  που είναι η μεγάλη συκιά, φορτωμένη με μεγάλα άσπρα σύκα, φάγαμε
από δυο-τρία ο καθένας και μου λέει :
-Φτάνει δα, γιατί θα χορτάσουμε με τα σύκα και δε θα φάμε φαϊ. Γεμίσαμε τις χούφτες μας κι ανηφορίσαμε κατά το μετόχι… περάσαμε κι απ’ το μποστάνι και κόψαμε μερικές ντομάτες κι αγγούρια για τη σαλάτα

   Αυτοκίνητο ακούστηκε από το δρόμο και πόρτες να καταχτυπούν, ολόχαρος πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του ο Αρχανιώτης.
  -Ι! Ι! Ι! Ήρθανε τα κοπέλια ! Ήρθανε τα κοπέλια! Φώναζε κι έτρεχε σαν τον κουζουλό να τους υποδεχτεί.
   Ήταν η μεγάλη κόρη του με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους. Ήταν κι η γυναίκα του μαζί, έρχεται μια-δυο φορές την εβδομάδα να τον
‘δει, παραπάνω δεν μπορεί να μείνει γιατί νταντεύει τα εγγόνια, αφού η κόρη τους δουλεύει. Κρατούσανε κι ένα μεγάλο ταψί ψητό κι ήρθανε να το φάνε στην εξοχή, γιατί δεν τους κολλάει, λέει, κυριακάτικα να τρώνε στο σπίτι, θέλανε και τα εγγονάκια να ‘δούνε και τον παππού τους…
   Παίξανε πολύ ώρα, ο Αρχανιώτης κυλίστηκε χάμω με τα κοπέλια, αυτά τον καβαλικεύανε, του σέρνανε τα μαλλιά τη μύτη και τ’ αφτιά, πότε γελούσανε και πότε κλαίγανε, μέχρι που κουραστήκανε.  Ωστόσο, οι γυναίκες  στρώσανε το τραπέζι να φάμε.

   Παίρνει ο Αρχανιώτης μια μεγάλη καράφα από το ντουλάπι και μου λέει :
  -Πάμε δα να φέρουμε κρασί, να διαλέξεις εσύ ποιο σου αρέσει.
Κατεβήκαμε στο σκοτεινό κελάρι που ήταν γεμάτο με γεωργικά εργαλεία, ελαιοδίχτυα, σακιά, κοφίνια, μηχανήματα, όλα ταχτοποιημένα και
νοικοκυρεμένα  στη θέση τους, σκύβαμε κιόλας να μην κουτουλήσουμε τις αρμαθιές με τα κρεμμύδια, τα σκόρδα και τα ρόδια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι, μου δείχνει τρία βαρέλια στη σειρά και μου λέει :
   -Ποιο θες να πιούμε; ετούτο νε είναι ροζέ, το άλλο είναι κόκκινο.
   -Και το τρίτο; Ρωτώ κι εγώ.
   -Ασ’ το τρίτο, μου απαντάει, αυτό είναι άσπρο, το βάνω για την κερά μου γιατί το θέλει λέει νά ‘ναι αλαφρύ…  καλιά έχω ‘γω να μην πίνει καθόλου, μα τέλος πάντων.
   -Εμείς θα πιούμε από το κόκκινο που μας αρέσει, του πρότεινα.
Έσκυψε το βασανισμένο του κορμί, λύγισε σιγά-σιγά τα πόδια, γονάτισε στο πάτωμα, και γέμισε την καράφα από την κάνουλα, άμα σηκώθηκε έβγαλε ένα-δυο αναστεναγμούς και είπε :
-Όφου! Όφου! Εφαώθηκα ολότελα μωρέ Νικολή, δεν είμαι μπλιω άξιος για τίποτα, μούδε πόδια έχω, μούδε μέση, πράμα δεν επόμεινε.
  -Μα ίντα θα τα κάμεις ωστόσα νε κρασιά, μπρε Δημήτρη; Κι από βδομάδα θα ‘βάλεις’  και το φετινό !
  -Ίντα λες μπρε Νικολή, μου λέει, ετούτα να είναι άδεια, μια μ’πενηνταρά κιλά έχει το καθένα και ίσαμε να γενεί το φετινό  θα το πιούμε.
…Εγώ, το κρασί το ‘βάνω’ για να κερνώ τσι φίλους και τα κοπέλια μου, εγώ αμοναχός μου πόσο θα πιώ. Να το πίνετε χαλάλι και να σχωρνάτε του μακαρίτη του αδερφού μου, μού είπε και τα μάτια του βουρκώσανε, τα χείλια του κρεμάσανε, έτοιμος να κλάψει.
   Έχει χάσει τον αδερφό του πριν μια δεκαριά χρόνια και ο καημός του είναι αβάσταχτος, όποτε τον θυμηθεί η καρδιά του σπαράζει.
  -Τον σχωρνάμε εμείς και με το παραπάνω, με ωστόσο να κρασί που έχουμε πιεί, τον έχουμε πάει στον ουρανό … Χερουβείμ το νε κάμαμε του είπα και χαμογέλασα για να αλαφρύνω το κλίμα…

Φάγαμε, χορτάσαμε και το Θεό δοξάσαμε, ήπιαμε και όλο το κρασί σαν νεράκι, δροσερό όπως ήταν απ’ το κελάρι, και μετά ρίξαμε ένα ξεγυρισμένο ύπνο στα πεζούλια, που σείστηκαν τα θεμέλια του μετοχιού απ’ το ροχαλητό μας.
   Το απόγευμα ήπιαμε το καφεδάκι μας στον παχύ αέρα και κατά το βραδάκι ετοιμάστηκα να φύγω.
-Πάρε ετούτα νε να τα βαστείς στο σπίτι, μου λέει και μου δείχνει ένα κοφίνι γεμάτο με της γης τα γεννήματα. Αγγουράκια, ντομάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες, σταφύλια, και στην πάνω μεριά μισοχωμένα ξεπερισσεύανε δυο-τρία μπουκάλια με ρακή και κρασί.
-Ίντα ήκαμες έπαε μπρε Δημήτρη, του λέω, ποιος θα τα φάει ωστόσα νε θαρρείς πως έχω λόχο;
-Πάρε τα και μη μιλείς, μου λέει, ετούτα να είναι τση κοπριάς, δίχως  φάρμακα και λιπάσματα, στη χώρα δεν έχετε τέθοια, βάλε τα στο ψυγείο να περάσεις την εβδομάδα .
Πιάσαμε το κοφίνι ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη γιατί ήταν ασήκωτο, το βάλαμε στο αμάξι, χαιρετηθήκαμε κι έφυγα.

Άλλη μια μέρα ξημέρωσε και βράδιασε … συλλογούμαι στο γυρισμό. Μια μέρα αλλιώτικη, διαφορετική από τις άλλες, χωρίς άγχος, σκοτούρες
και υποχρεώσεις. Μακριά από τη βουή και την οχλαγωγία της πόλης. Ήσυχη, ήρεμη και ξένοιαστη, κοντά στη φύση και στην παράδοση, παρέα με φίλους πιστικούς, απλούς και αγνούς ανθρώπους που ξέρουν να τιμούν και να σέβονται την αληθινή φιλία, την οικογένεια και τις ανθρώπινες σχέσεις. Γέμισα τα πνευμόνια μου με οξυγόνο και δροσερή χλωροφύλλη και το μυαλό μου με σκηνές και εικόνες από την ύπαιθρο… να τις έχω να τις θυμάμαι, να κλείνω τα μάτια μου να τις αναπολώ όταν είμαι κουρασμένος και φορτωμένος από το άγχος και την καταπίεση της ζωής.

                                   

                                                                 Νίκος Τσίγκος
                                                                     Ηράκλειο
51  Κουβεντούλα / Σχολιάστε την επικαιρότητα / Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ στις: Φεβρουάριος 03, 2011, 00:35:26 πμ
1913
Στο ιστορικό φρούριο Φιρκά των Χανίων υψώνεται η γαλανόλευκη από το Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί στο χώρο του Λιμανιού παραληρούν από ενθουσιασμό. Η ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα, που τυπικά είχε γίνει με τις Συνθήκες του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) και του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) επισφραγίζεται επίσημα. Έκτοτε η μεγαλόνησος θα ακολουθήσει την τύχη της ελεύθερης πατρίδας.



Οι άγριες σφαγές των χριστιανών στα Χανιά το 1897 από τον τουρκικό όχλο, προκαλούν την επίσημη επέμβαση της Ελληνικής Κυβέρνησης, που στέλνει στην Κρήτη το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο με εκστρατευτικό σώμα 1500 ανδρών με σκοπό να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την Ένωσή της με την Ελλάδα. Η νέα αυτή επανάσταση απλώνεται γρήγορα και σκληρές μάχες διεξάγονται σε ολόκληρη την Κρήτη. Οι ξένες Δυνάμεις παράλληλα ως λύση προτείνουν την αυτονομία της Κρήτης. Οι πρεσβευτές της Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Ιταλίας ζητούν από το βασιλιά Γεώργιο της Ελλάδας να εγκρίνει το διορισμό του Πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου Αρμοστή των Μ. Δυνάμεων υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 και παρά τη διαμαρτυρία της Πύλης, φτάνει στα Χανιά, ως πρώτος Ύπατος Αρμοστής, ο Πρίγκιπας Γεώργιος. Με την έκρηξη του άτυχου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η Ελλάδα αναγκάζεται να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη. Οι επικεφαλείς της Κρητικής επανάστασης δέχονται τη λύση της αυτονομίας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.
Η Κρητική Πολιτεία αποτελεί πια μια πραγματικότητα. Στις 29 του Απρίλη, ο Πρίγκιπας σχηματίζει την πρώτη του κυβέρνηση, με την ακόλουθη σύνθεση Συμβούλων: (Υπουργοί) Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών και της Συγκοινωνίας, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημόσιας Εκπαίδευσης και των Θρησκευτικών, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλλιανάκης της Δημόσιας Ασφάλειας.




ΕΝΩΣΗ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1913

Οι αυθαιρεσίες του Αρμοστή Κρήτης Πρίγκιπα Γεώργιου προκάλεσαν την οργή των Κρητικών
και το 1905 εξεγέρθηκαν εναντίον του πραγματοποιώντας τη περίφημη "Επανάσταση του Θέρισου". Αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστεί σε παραίτηση ο παλιός αρμοστής και να οριστεί νέος ο Αλέξανδρος Ζαϊμης. Στα γεγονότα εκείνης της εποχής αναδείχθηκε η μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία του Ελευθέριου Βενιζέλου που σφράγισε με τη παρουσία του την νεώτερη ιστορία της Ελλάδας.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 οι Κρητικοί κήρυξαν την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τη δέχτηκε, γιατί φοβόταν πόλεμο με την Τουρκία.
Η Ένωση με την Ελλάδα, που τόσο αίμα και τόσα δάκρυα κόστισε στην



ηρωική
Μεγαλόνησο, πραγματοποιήθηκε με την κήρυξη του Βαλκανικού πολέμου στις 12 Οκτωβρίου 1912. Ειδικότερα, και μετά από όλα τα ως άνω, στις 17/30 Μαΐου 1913 επικυρώθηκε η τελική ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα και υψώθηκε η ελληνική σημαία στο νησί. Η επίσημη τελετή της ένωσης της Κρήτης με την Μητέρα Ελλάδα έγινε στις 1 Δεκεμβρίου 1913 όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ύψωσε την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά των Χανίων.
52  Κουβεντούλα / Σχολιάστε την επικαιρότητα / Προπαγάνδα για ανεξάρτητη Κρήτη στις: Φεβρουάριος 02, 2011, 22:52:25 μμ


Από Κρήτη: Υπεστάλη η σημαία της “Κρητικής πολιτείας”, που κάποιος προκλητικά είχε αναρτήσει… Η σημαία της κρητικής πολιτείας που ορισμένοι ανθελληνικοί κύκλοι προβάλουν υπέρ της δήθεν ανεξάρτητης Κρήτης δεν πρέπει να υπάρχει πουθενά. Πόσο μάλλον να αναρτάται!

Το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να καταστρέφουμε αυτή την σημαία η οποία δεν είναι η σημαία της Κρήτης όπως πολλοί λανθασμένα νομίζουν. Δεν αποτελεί ούτε ηρωικό λάβαρο ούτε πολέμησαν για αυτήν οι Κρητικοί. Αντίθετα πολέμησαν για την ένωση με την μητέρα Ελλάδα αποτινάζοντας οριστικά τον τουρκικό ζυγό. Η σημαία αυτή είναι το σύμβολο του προσωρινού ημιαυτόνομου κράτους που υπήρξε εκείνη την εποχή στην Κρήτη υπό την συγκυριαρχία του Σουλτάνου και των μεγάλων δυνάμεων. Προσοχή στην Κρήτη μας μακριά από την μαύρη προπαγάνδα για δήθεν ανεξάρτητη Κρήτη. Η Κρήτη είναι Ελλάδα.


53  Κουβεντούλα / Σχολιάστε την επικαιρότητα / Τα σατιρικά στις: Ιανουάριος 23, 2011, 23:36:04 μμ
           
              ΑΓΓΕΛΑ  ΑΚΟΥ ….
ΣΑΤΙΡΙΚΗ  ΠΑΡΩΔΙΑ  ΤΟΥ ''LILIMARLEN ''

Η  Β.Μ.W.  η  OPEL  και  η  MERCEDES
Στέλνανε  αμάξια , στέλναν  μηχανές .
Η   SIEMENS  και  η  Mielle  και  η  AEG
κάναν  την  Ελλάδα  σκουπιδοντενεκέ.

          Αγγέλα  άκου  το  ρεφραίν
          αφού  δεν  μας  γουστάρατεν
           γιατί  τα  στέλνατεν ;

Παίρνουν  τα  ευρώ  μας , παίρναν τις  δραχμές
οι  πιο  καλοί  πελάτες  είν ‘ οι  Έλληνες .
Τώρα  τελευταία  σας  βρωμίσαμε
τεμπέληδες  μας  λέτε και  σας  ξινίσαμε.

           Αγγέλα  άκου  το  ρεφραίν
            αφού  δεν  μας  γουστάρατεν
            γιατί  τα  παίρνατεν ;
 
Ότι  με  την  μπότα  δεν  πατήσατε
με  ευρώ  και  μάρκα  τα  αποκτήσατε .
Φτιάξατε  παλάτια  και  εξοχικά
και  ξενοδοχεία  σε  όλα  τα  νησιά .

            Άγγελα  άκου  το  ρεφραιν
             αφού  δεν  μας  γουστάρατεν
            γιατί  τα  φτιάξατεν ;

               ΝΙΚΟΣ  ΤΣΙΓΚΟΣ
                   ΗΡΑΚΛΕΙΟ
                ΜΑΪΟΣ  2010
           





54  Διασκέδαση και Ψυχαγωγία (εκτός κουζίνας) / Βιβλίο, ποίηση και λογοτεχνία / ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΗ ΟΙ ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΕΣ (παραμύθι) στις: Ιανουάριος 23, 2011, 01:02:13 πμ
                                                             ΤΟΥ  ΤΡΙΩΔΗ  ΟΙ  ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΕΣ   
                                                                             (Α' ΜΕΡΟΣ)

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μακρινή χώρα, ζούσαν δυο βασιλιάδες που τα παλάτια τους ήταν αντικριστά, το ένα απέναντι στο άλλο.
Ο ένας ήταν καλός, ευγενικός και ταπεινός, και είχε τρείς κόρες, ο άλλος ήταν κακός, εγωιστής και αλαζόνας, και είχε τρείς γιούς.
      Κάθε πρωί, ο κακός βασιλιάς έβαζε τα καλά του ρούχα , τη χρυσή του κορώνα, έβγαινε στο μπαλκόνι και φώναζε του γείτονα του:
-Καλημέρα βασιλιά, με τα δώδεκα σπαθιά, με τις τρείς σου κόρες και γιό να μην ποτάξεις (αποκτήσεις). Αυτά τού ‘λεγε κάθε μέρα για να τον στεναχωρήσει και να τον πικράνει, γιατί αυτός είχε τρείς γιούς,  και ο άλλος τρείς κόρες.
    Ο καημένος ο καλός βασιλιάς, ήταν πάντα λυπημένος και σκυθρωπός,  γιατί δεν ήξερε τι να του απαντήσει και να τον αποστομώσει...
Μια μέρα οι κόρες ,του αποφάσισαν να τον ρωτήσουν τι έχει .
   Πάει λοιπόν η πρώτη κόρη, και τον ρωτάει :
-Τι έχεις πατέρα και είσαι πάντα λυπημένος και σκεφτικός;
-Τι νά ‘χω κόρη μου , της λέει. Δεν ακούς τον απέναντι βασιλιά,  που βγαίνει κάθε πρωί και με στεναχωράει, γιατί αυτός έχει τρείς γιούς, κι έγώ έχω τρείς κόρες;
-Άντε καλέ μπαμπά, αυτό έχεις, κι εγώ νόμιζα πως ψάχνεις να μου βρείς κανένα γαμπρό να με παντρέψεις. Του λέει η μεγάλη κόρη ,που ο νούς της ήταν μόνο ,
να βρεί ένα καλό γαμπρό να παντρευτεί, και τον άφησε χωρίς να τον παρηγορήσει.
     Πάει και η δεύτερη κόρη, και τον ρωτάει το ίδιο:
-Τι έχεις πατέρα και είσαι στεναχωρημένος;
-Τι νά ‘χω κόρη μου, της λέει, ο γείτονας από απέναντι, με κοροϊδεύει κάθε μέρα και μου λέει ότι αυτός έχει τρείς γιούς κι εγώ έχω τρείς κόρες και δεν ξέρω τι να του πώ.
-Άντε καλέ μπαμπά γιαυτό είσαι στεναχωρημένος, κι εγώ νόμιζα πως δεν έχεις λεφτά να μου αγοράσεις  φουστάνια και αρώματα που σου γύρεψα, του είπε και η δεύτερη κόρη που όλο τα λούσα είχε στο μυαλό της και έφυγε κι αυτή, δίχως να του πεί ένα γλυκό λόγο.
     Ήρθε η σειρά της μικρότερης κόρης, που τη λέγαν Ανεσώ.Ήταν η πιο όμορφη και έξυπνη απ’ τις άλλες, και ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο και της είχε αδυναμία .             
-Τι έχεις καλέ πατέρα και είσαι συλλογισμένος και στεναχωρημένος; τον ρωτάει η Ανεσώ.
-Τι νά’ χω παιδί μου, δεν βλέπεις τον γείτονα κάθε πρωί που βγαίνει στο μπαλκόνι και με κοροϊδεύει επιδή έχω τρείς κόρες και αυτός έχει τρείς γιούς; και ‘γώ δεν ξέρω τι να του απαντήσω, της λέει ο πατέρας της με πικραμένα χείλη.
-Αχ καλέ μπαμπά αυτός φταίει που είσαι τόσο λυπημένος; του λέει η Ανεσώ και τον χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι. Αύριο το πρωί θα σηκωθείς εσύ πρώτος, θα βγείς στο μπαλκόνι να  του πείς:
<< Εγώ μπορεί να μην έχω γιό, αλλά η μικρή μου κόρη είναι άξια και ικανή να κλέψει του Τριώδη τις αποχτενίδες >>.

    Ο Τριώδης ήταν ένα ωραίο παλικάρι, ψηλός και γεροδεμένος, βασιλόπουλο κι αυτός. Είχε χρυσά μαλλιά που κάνανε  δαχτυλίδια και πέφτανε πάνω στους ώμους του. Τα μαλλιά του επειδή ήταν χρυσά, φέρνανε τύχη και γούρι σε όποιον είχε έστω και μία τρίχα. Για κακή του τύχη όμως, ένας κακός και άσχημος μάγος τον είχε καταραστεί γιατί τον ζήλευε.
    Αλλά επειδή δεν μπορούσε να πειράξει τον ίδιο, μόνο στους ανθρώπους και στα πράγματα που ήταν γύρω του έκανε κακό. Τη μάνα του την έκανε δράκαινα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, και το παλάτι του ένα καταραμένο πύργο που μόνο κοράκια και νυχτερίδες πετούσαν τριγύρω.
    Μόνο αν δεχόταν  μια κοπέλα να τον παντρευτεί όπως είναι, αμέσως θα λύνονταν τα μάγια και όλα θα ήταν σαν και πρώτα. Ο καημός του ήταν μεγάλος,  γιατί ενώ ήταν ωραίο παλικάρι, καμιά κοπέλα δεν ήθελε να τον παντρευτεί, να έχει πεθερά μια δράκαινα, και σπίτι ένα καταραμένο πύργο.
   Την άλλη μέρα το πρωί που λέτε, σηκώθηκε ο καλός βασιλιάς, έβαλε τα καλά του ρούχα, τη χρυσή του κορώνα, βγήκε πρώτος στο μπαλκόνι και φώναξε του αλλουνού απέναντι:
-Καλημέρα βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, και με τους τρείς σου γιούς, μα εμένα η μικρή μου κόρη είναι άξια να κλέψει του Τριώδη τις αποχτενίδες!
    Όταν το άκουσε αυτό ο κακός βασιλιάς, έσκασε απ’το κακό του, γιατί είχε τρείς γιούς, και κανείς δεν τολμούσε να περάσει ούτε από κοντά από τον καταραμένο πύργο όταν πηγαίνανε στο κυνήγι.
    Το θεωρούσαν λοιπόν, μεγάλο κατόρθωμα και παλικαριά, να μπεί κάποιος μέσα και να κλέψει κάτι.

Σηκώθηκε που λέτε, την άλλη μέρα η Ανεσώ να ετοιμαστεί  για το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι.
Έβαλε παντελόνι και πουκάμισο και ένα μεγάλο σκούφο και μάζεψε όλα τα μαλλιά της να μη φαίνεται ότι είναι γυναίκα, γιατί φοβόταν να μην την αγαπήσει ο Τριώδης, και δεν την αφήσει να φύγει...
    Μια και δυο, παίρνει το δρόμο για τον πύργο του Τριώδη. Τρείς μέρες και τρείς νύχτες περπατούσε μέσα από βουνά και δάση, ποτάμια και ρεματιές, και μετά από πολλές κακουχίες και ταλαιπωρίες, έφτασε επιτέλους στον καταραμένο πύργο.                          Η  Ανεσώ τον είδε και αγριεύτηκε, ρίγος και ανατριχίλα πέρασε το κορμί της σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
    Ήταν  σκοτεινός  και αραχνιασμένος και στη σκεπή του φτερούγιζαν και έκραζαν κοράκια και νυχτερίδες, τριγύρω του, δεν φύτρωνε ούτε ένα πράσινο χορτάρι, μόνο ξερα δέντρα και αγκάθια ασκήμιζαν περισσότερο το τοπίο.
     Για μια στιγμή μετάνιωσε, τρομοκρατημένη έκανε ένα βήμα πίσω να φύγει, αλλά θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα της, και δεν ήθελε να τον ντροπιάσει κιάλλο στον κακό του γείτονα.
    Σίμωσε κοντά στην πόρτα, κατέβασε τα μανίκια μέχρι τα δάχτυλα να μην φαίνονται τα κοντυλένια χέρια της, σήκωσε πάνω το γιακά να μη φαίνεται ο αλαβάστρινος λαιμός της, κατέβασε και το σκούφο μέχρι τα αφτιά και τα μάτια να μη φαίνονται τα χρυσόξανθα μαλλιά της.
Τακ-τακ-τακ  χτυπάει την πόρτα και φωνάζει:
-Τριώδη-Τριώδη άνοιξε, είμαι ένας παλιός σου φίλος απ’το στρατό και ήρθα να σε δώ.
    Ο Τριώδης άνοιξε, και πρόβαλε στο κεφαλόσκαλο, τα μάτια της Ανεσώς θόλωσαν από την ομορφιά του, και η καρδιά της φτερούγισε, δεν είχε ξαναδεί πιο ωραίο νέο στη ζωή της, έλαμπε σαν τον ήλιο με τα χρυσά του μαλλιά, και παραξενεύτηκε,
πώς ένας τόσο όμορφο παλικάρι, να ζεί σ’ αυτό το καταραμένο μέρος.
Χαμήλωσε το κεφάλι, έκανε πέτρα την καρδιά της και έβγαλε κάθε πονηρή σκέψη από το μυαλό της.
    Ο  Τριώδης, την βλέπει καλά-καλά και της λέει:
-Ποιός είσαι φίλε μου, δεν σε θυμάμαι, έχουν περάσει δα και τόσα χρόνια, αλλά δεν πειράζει, αφού ήρθες στο σπίτι μου, έλα να σε φιλοξενήσω, σε βλέπω κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.
Περάσανε μέσα στο σπίτι, οι ποντικοί και οι αρουραίοι πηγαινοφέρνανε ανενόχλητοι, οι αράχνες  είχαν καλύψει το ταβάνι και τις γωνίες, με τα δίχτυα τους, η μούχλα κι η υγρασία της έκοψαν την ανάσα, η Ανεσώ κόντεψε να λιποθυμήσει αλλά κρατήθηκε.
    Ο Τριώδης ετοίμασε το μπάνιο ,της έδωσε καθαρό παντελόνι και πουκάμισο να πλυθεί , ν’ αλλάξει και έστρωσε τραπέζι να φάνε.
   Όπως έκανε μπάνιο η Ανεσώ, ο Τριώδης είδε από μια χαραμάδα της πόρτας ότι είναι  γυναίκα και θαύμασε την ομορφιά της. Όταν κάτσανε στο τραπέζι της λέει:
-Γιατί μου έκρυψες πως είσαι γυναίκα;  μήπως ήρθες να με κατασκοπεύσεις ή να με κλέψεις; Ή μήπως είσαι μάγισσα και θέλεις να μου κάνεις κακό;
   Η Ανεσώ τότε έβαλε τα κλάματα και του είπε όλη την αλήθεια για τον κακό γείτονα που στεναχωρούσε τον πατέρα της και τον πλήγωνε κάθε μέρα και οτι υποσχέθηκε να κλέψει τις αποχτενίδες του και να του τις πάει, για να αποδείξει οτι μπορεί ο πατέρας της να μην έχει γιό, αλλά αυτή είναι ικανή και άξια σαν παλικάρι.
     Ο Τριώδης όμως, είδε πως είναι ωραία κοπέλα, την αγάπησε και δεν την άφηνε να φύγει.
-Εμένα μ’ αρέσεις, και θέλω να σε κάνω γυναίκα μου, της λέει, τώρα που ήρθες εδώ, δεν σ’ αφήνω να φύγεις, γιατί άμα φύγεις, δεν θα ξαναγυρίσεις.
Τώρα που θά’ ρθει η μάνα μου θα της πώ ότι θέλω να σε παντρευτώ και θα την παρακαλέσω να μη σου κάνει κακό.

    Ο ήλιος πια είχε γύρει πίσω από τα βουνά και άρχισε να σουρουπώνει.
Μαύρη θολούρα και καταχνιά, πλάκωνε σιγά-σιγά τον καταραμένο πύργο.
Βαριά βήματα ακούστηκαν από μακριά, μπουπ-μπουπ-μπουπ, η γής έτρεμε σαν να έκανε σεισμό, τα παραθυρόφυλλα του πύργου έτριζαν και τα κερκέλια βροντούσαν απάνω στις παλιές καστρόπορτες.
    Ήταν η δράκαινα, η μάνα του Τριώδη που επέστρεφε από το δάσος. Κάθε πρωί έφευγε, και γύριζε όλη μέρα σε βουνά και λαγκάδια να κυνηγήσει. Απ’ όπου περνούσε, τα πουλιά και τα τζιτζίκια σταματούσαν το γλυκόλαλο τραγούδι τους, μια νεκρική σιγή και παγωμάρα απλωνόταν τριγύρω.
    Τα ζώα και τ’ αγρίμια του δάσους τρέχανε σαν κυνηγημένα να κρυφτούνε στους θάμνους και στα λαγούμια τους. Μόνο κανένα τρομαγμένο ζωάκι που δεν προλάβαινε να κρυφτεί, το άρπαζε, και τό ‘τρωγε.
     
Τώρα τα βήματα ακούγονταν όλο και πιο βαριά, και τα κοράκια έκραζαν αγριεμένα,
με μια δυνατή σπρωξιά, η δράκαινα άνοιξε την πόρτα, και στάθηκε στη μέση του σπιτιού. Ήταν μια θεόρατη χοντρή και ασουλούπωτη γριά, γεμάτη γαϊδουρότριχες και μαύρες κρεατοελιές στα μάγουλα και στο πιγούνι. Μόλις την είδαν τα σκυλιά και τα γατιά του σπιτιού, αφινιάσανε, βγάλανε  ένα  πνιχτό ουρλιαχτό και πήδηξαν απ’τα παράθυρα.
    Η Ανεσώ φοβήθηκε πολύ, έτρεμε σαν ψάρι και κρύφτηκε πίσω από ένα έπιπλο.
    Η δράκαινα σούφρωσε την καμπουρωτή μύτη της, άνοιξε τα τριχωτά ρουθούνια της και ρουφούσε τον αέρα γύρω-γύρω.
-Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει, ποιός είναι μέσα στο σπίτι; ρωτάει αγριεμένη το γιό της.
Γούρλωσε τις ματάρες τις και έψαχνε καλά-καλά τριγύρω. Ο Τριώδης τότε της είπε:
-Μάνα, μια ωραία κοπέλα ήρθε, μόνο σε παρακαλώ μην της κάνεις κακό γιατί μου αρέσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Πούντηνε, φέρ’ την  εδώ μπροστά μου να τη δώ, του λέει νευριασμένη.
Ο Τριώδης, πήρε την Ανεσώ από το χέρι, και την παρουσίασε μπροστά της...
Η δράκαινα ,θάμπωσε από την ομορφιά της, ήταν ψηλή λιγερόκορμη με χρυσόξανθα μαλλιά που φτάναν μέχρι τη μέση της.
-Ωραία κοπέλα είσαι, της λέει, αν είσαι και έξυπνη θα σου δώσω το γιό μου για άντρα σου και δεν θα σου κάνω κακό. Γιαυτό θα σε βάλω να κάνεις δύο δουλειές κι άμα τα καταφέρεις, γλύτωσες, αλλιώς αλίμονο σου.
   Της δίνει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και της λέει:
-Αυτό θέλω να μου το ψήσεις αύριο, να το φάω το βράδυ που θά ‘ρθω, αλλά πρόσεξε, θέλω το μισό να είναι καλοψημένο, και το άλλο μισό άψητο, κατάλαβες της λέει. Κατάλαβα λέει η Ανεσώ παγωμένη από τον τρόμο.

    Όλη τη νύχτα η Ανεσώ έκλεγε και σκεφτότανε πως να ψήσει το κρέας να ευχαριστήσει τη δράκαινα. Ο Τριώδης την είδε να βαλαντώνει στον κλάμα,
τη λυπήθηκε και θέλησε να τη βοηθήσει.
-Έλα να σε φιλήσω και να σ’ αρμηνέψω, της λέει.
-Δεν θέλω ούτε να με φιλήσεις, ούτε να μ’αρμηνέψεις, καλύτερα έχω να με φάει η μάνα σου, του απαντάει η Ανεσώ ,που δεν ήθελε να μπλέξει με αγάπες και έρωτες.
    Ο Τριώδης όμως επέμενε γιατί την αγαπούσε, και δεν ήθελε να την φάει η μάνα του, της έδωσε ένα φιλί με το ζόρι και τη συμβούλεψε πως να ψήσει το κρέας.
Αμέσως ένα χρυσό δόντι φύτρωσε στο στόμα της Ανεσώς εκεί που σκάει το χαμόγελο της.
   Την άλλη μέρα όταν έφυγε η δράκαινα, η Ανεσώ άρχισε να μαγειρεύει το κρέας όπως την αρμήνεψε ο Τριώδης.Το χώρισε στη μέση, πήρε το μισό, το μαγείρεψε με ωραία μπαχαρικά και βότανα,που μοσχομύρισε το σπίτι, γιατί ήταν καλονοικοκυρά και χρυσοχέρα. Όταν τελείωσε,έκατσε και περίμενε την δράκαινα.Μόλις άκουσε τα βήματα της,κατάλαβε οτι έρχεται,σήκώθηκε,έριξε το άλλο μισό κρέας μέσα στο καζάνι,το ανακάτεψε καλά και το άφησε...
   
   Ήρθε η δράκαινα , κάθισε στο τραπέζι και της έβαλε σε μια πήλινη γαβάθα μπόλικο κρέας να φάει.
Η δράκαινα έτρωγε με όρεξη, πλαπλάκιαζε τα ζαρωμένα χείλια της και τά ‘γλυφε με τη γλώσσα της ευχαριστημένη. Ήταν ακριβώς όπως το ήθελε, το μισό καλοψημένο και μυρωδάτο και το άλλο μισό άψητο με τη γεύση του ωμού και να στάζει το αίμα. Παραξενεύτηκε όμως, πώς ήξερε η Ανεσώ και  τό ‘ψησε έτσι όπως της αρέσει; 
Και της λέει;
-Για μάγου-μάγου κόρη είσαι, για μάγισσας παιδί, ή του γιού μου του Τριώδη αρμηνέματα είναι.
     Κι η Ανεσώ της απάντησε:  -Ήξερα τα κι έκαμα τα.
Αύριο, της λέει η δράκαινα, θέλω να μου σκουπίσεις τον πύργο, αλλά πρόσεξε, θέλω
ο μισός να είναι σκουπισμένος και ο άλλος μισός ασκούπιστος, κατάλαβες, αλλιώς αλίμονο σου κακομοίρα μου. Κατάλαβα, της λέει η Ανεσώ φοβισμένη.
    Καθόταν πάλι η καημένη η Ανεσώ και έκλαιγε όλη νύχτα, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει.
Την είδε πάλι ο Τριώδης, τη λυπήθηκε, και θέλησε να τη βοηθήσει.
-Έλα να σε φιλήσω και να σ’ αρμηνέψω πως να σκουπίσεις τον πύργο, της λέει.
-Δεν θέλω ούτε να με φιλήσεις, ούτε να μ’ αρμηνέψεις, καλύτερα έχω να με φάει η μάνα σου, του απαντάει λυπημένη. Αλλά ο Τριώδης πάλι επέμενε γιατί την αγαπούσε και δεν ήθελε να πάθει  κακό, της έδωσε ένα φιλί με το ζόρι και συμβούλεψε.
Αμέσως άλλο ένα χρυσό δόντι φύτρωσε από την άλλη μεριά, στο στόμα της Ανεσώς.
     Την άλλη μέρα, όταν έφυγε η δράκαινα, η Ανέσώ άρχισε να σκουπίζει τον πύργο όπως την είχε συμβουλέψει ο Τριώδης. Έπιανε ένα-ένα δωμάτιο, σκούπιζε το μισό, κι έβαζε τα σκουπίδια στο άλλο μισό, έτσι το μισό δωμάτιο ήταν σκουπισμένο και το άλλο μισό ασκούπιστο. Το ίδιο έκανε σε όλα τα δωμάτια του πύργου, τους διαδρόμους και τις σκάλες. Κατά το απογευματάκι πια, τελείωσε και περίμενε τη δράκαινα.
    Μόλις άρχισε να βραδιάζει, ήρθε η δράκαινα, γύρισε όλο τον πύργο ένα-ένα δωμάτιο και είδε ότι ήταν σκουπισμένος όπως ήθελε, και παραξενεύτηκε...
-Για μάγου-μάγου κόρη είσαι για μάγισσας παιδί, ή του γιού μου του Τριώδη αρμηνέματα είναι! της ξαναλέει, και η Ανεσώ της απάντησε πάλι:
 -Ήξερα τα κι έκαμα τα.
     Περνούσαν που λέτε οι μέρες, οι μήνες κι η Ανεσώ ήταν πάντα λυπημένη και βουρκωμένη, γιατί θυμόταν τον αγαπημένο της πατέρα που την περίμενε με λαχτάρα και έψαχνε πάντα ευκαιρία να κλέψει τις αποχτενίδες του Τριώδη και να φύγει.
     Ο Τριώδης πάλι από την άλλη δεν έφευγε ούτε λεπτό από κοντά της και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε η αγάπη και ο έρωτας του γι’ αυτή και συνέχεια την παρακαλούσε να τον παντρευτεί.
    Έκλεγε η Ανεσώ, χτυπιότανε και τον παρακαλούσε :
-Άφησέ με να πάω τις αποχτενίδες σου στον πατέρα μου ,και μετά θα ξαναγυρίσω, τού ‘λεγε συνέχεια, αλλά αυτός, ήταν ανένδοτος.
-Δεν σ’ αφήνω να φύγεις της έλεγε, γιατί άμα φύγεις ,δεν θα ξαναγυρίσεις κι εγώ θα πεθάνω όταν σε χάσω.
Τι να κάνει που λέτε κι η Ανεσώ, έκανε υπομονή και πάντα έψαχνε την ευκαιρία να την κοπανήσει...

     Μιά μέρα λοιπόν που ο Τριώδης ήταν στο μπάνιο, η Ανεσώ βρήκε την ευκαιρία που περίμενε από καιρό, άρπαξε λοιπόν τη χτένα του με τις αποχτενίδες  απ’ τον καθρέφτη κι έφυγε σαν αστραπή.
     Ο Τριώδης δεν την είδε ούτε την άκουσε γιατί τα μάτια του και τ’αφτιά του ήταν γεμάτα σαπουνάδες και δεν κατάλαβε τίποτα. Όταν  βγήκε από το μπάνιο και δεν την είδε, λαχτάρησε. Φώναξε απο’ δώ ,φώναξε απο’κεί ,έψαξε όλο τον πύργο, άφαντη η Ανεσώ.
 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ....

55  Διασκέδαση και Ψυχαγωγία (εκτός κουζίνας) / Βιβλίο, ποίηση και λογοτεχνία / Ποιητική συλλογή (TSIGKOS59) στις: Ιανουάριος 21, 2011, 22:56:25 μμ
        ΑΜΠΕΛΟΓΙΟΡΤΗ

 Σεπτέμβρη σε περίμενα, σα ρόδο στο μαντίλι,
      στ’ αμπέλια ν’ ανταμώσουμε, οι συγγενείς κι οι φίλοι.

 Να κάνω αμπελογιορτή, συμπόσιο αρχαίο,
      γλέντι Διονυσιακό, σπουδαίο και γενναίο.

Φίλοι, κουμπάροι, σύντεκνοι, να ‘ρθούνε καερέτι,
     απού ‘χω μπόλικη σοδιά, σταφυλομπερεκέτι.

Σταφύλια άλλοι να κόβουνε κι άλλοι να κουβαλούνε
     κι οι κοπελιές κι οι νεαροί, να γλυκοτραγουδούνε.

Με κληματσίδες τ’ αμπελιού, να πλέξουμε στεφάνια,
     περίτεχνα να βάλουμε, απάνω στα κεφάλια.

Ολόιδιοι να μοιάζουμε, Σάτυροι και Μαινάδες,
     να τρέχουμε, να παίζουμε, στου αμπελιού τσ’ αράδες.

Μ’ ένα κοντοπατέλονο, να μπώ στο πατητήρι
     και να χορεύω πηδηχτό, σα να ‘ναι πανηγύρι.

Να τρέχει ο μούστος γάργαρος, από το κουτσουνάρι,
     ντελόγο να γεμίσουμε, το άδειο γιοματάρι.

Κι η γρά μου τον ξυλόφουρνο, γερά-γερά ν’ ανάψει,
     φαϊ να ψήσει μυριστό, τον κόσμο να κεράσει.

Να κουβαλεί ο κύρης μου, κρασί απ’ το κελάρι,
       κι απ’ τη μεθιά τα πόδια ντου,να μη μπορεί να πάρει.


 Να ‘ρθεί και ο Διόνυσος, μαζί μας να γλεντίζει,
       απού ανθρώπινη μορφή,να παίρνει συνηθίζει.

Και ο Απόλλωνας να ‘ρθεί, μαζί με τον Ορφέα,
       τη λύρα ντως να παίζουνε, στην όμορφη παρέα. 
       
 Να πιούμε να χορεύουμε, η νύχτα να περάσει,
       από βραδίς ως το πρωί, να πάρει ο μούστος βράση.

Να γίνει μπρούσικο κρασί, κι όλοι να ευχηθούμε,               
      του χρόνου το Σεπτέμβριο, να ξανανταμωθούμε.

Στην ίδια σταφυλογιορτή, κι αμπελοπανηγύρι
       του Διόνυσου να κάνουμε, και πάλι το χατίρι.         

                 ΝΙΚΟΣ  ΤΣΙΓΚΟΣ
                  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
                           2010

Καερέτι : βοήθεια
Ντελόγο : αμέσως

[/color]
56  Κουβεντούλα / Περι ανέμων .... / Χαιρετώ την όμορφη παρέα !!! στις: Ιανουάριος 18, 2011, 22:14:56 μμ
Αγανάστησα, παιδεύτηκα αλλά τα κατάφερα να γράψω !!! up
Προσπάθησα να γράψω μερικές μαντινάδες και τά 'κανα μπάχαλο, γράφτηκαν 2-3 φορές η κάθε μια.
Δεν ξέρω αν υπάρχει ειδική σελίδα για μαντινάδες και ποιήματα, πως να μπώ ;;;   wacko
Σελίδες: « 1 2 3 [4]