|
|
|
καλαματιανές” λέξεις; Κι όμως… Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει φράσεις ή λέξεις από παππούδες και γιαγιάδες αλλά και άτομα νεώτερης ηλικίας, που στο πρώτο άκουσμα μάς δυσκόλεψαν λίγο να τις κατανοήσουμε… Η Μεσσηνία, η Πελοπόννησος, όπως φυσικά και οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας έχουν το δικό τους – αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι – ντόπιο λεξιλόγιο, έχουν τη δική τους ντοπιολαλιά για την ακρίβεια. Όσοι, λοιπόν, κατάγονται από τη Μεσσηνία σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που τις διαβάζουν ή τις ακούν… Παρακάτω μπορείτε να δείτε κάποιες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αλλά και χρησιμοποιούνται – λιγότερο βέβαια – στη Μεσσηνία και τις γύρω περιοχές. Με αλφαβητική σειρά: Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας. Αδειάζω = ευκαιρώ Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης Ανακλανιέμαι = τεντώνομαι Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό Ανεβάσταγη = ανυπόμονη Αραχνος = κακομοίρης Αρούκατος= άτσαλος Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί Αποκορωμένος = καταραμένος Ατούρα = δίψα Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή Βουή σας μαύρη = προσέξτε μη σας βρει κακό Βίκα = στάμνα Βατουριώνα, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα Γράνα = χαντάκι Γουρνοπούλα = γουρουνόπουλα Γούτος = αρσενικό περιστέρι Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων Δώθενε = από εδώ Ευτού = εκεί Εντο = νάτο Εντοσα = ξεπιάστηκα Εφτούνο = αυτό Έχουτε = έχετε Ντοπιολαλιά: τοπικό γλωσσικό ιδίωμα Καψερός = ο καημένος Κιούπι=πήλινο,λαγήνι Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι Κούκλα = καλαμπόκι Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού Κατακεφαλιά =καρπαζιά Κουνενές = μωρό Κόρυζα = αρρώστια πτηνών. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω. Κείθενε = από ‘κει, Κιβούρι = μνήμα Κόφα = μεγάλο καλάθι Κοφίνι =καλάθι Κρησάρα = λεπτό κόσκινο Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό) Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών Λόπια = Φασόλια ξερά Η ντοπιολαλιά δηλώνει γλωσσικό ιδίωμα ορισμένης περιοχής κατ’ αντιδιαστολή προς τη διάλεκτο που δηλώνει μείζονα Μαθές = λοιπόν Μάπα= λάχανο Ματσούκι=κοντόχοντρο ραβδί Μάπα= λάχανο Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού Μπατανία= χοντρή κουβέρτα. Μπουγέλος = κουβάς. Μπορούτε = μπορείτε Μπόσικα = χαλαρά. Μπάκα = κοιλιά Μπορμπόλια = όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους Μπροστέλα =μπροστοποδιά Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλευρο Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι Νάκα = φορητή κούνια μωρών Ολούθε = παντού Πάντα = μεριά, πλευρά Παραγώνι = τζάκι Πατάκα = πατάτα Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου Πιλαλάω = τρέχω Πιλάλα = τρέξιμο Πέσε μου = πες μου Πολιώρα = προηγουμένως Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων Ρούγα = γειτονιά Ρουπώνω = χορταίνω Κάποιες γνωστές διάλεκτοι που επιβιώνουν ακόμα στην Ελλάδα είναι η κρητική, η ποντιακή, η τσακώνικη, η αρβανίτικη και η βλάχικη. Σαρώνω = σκουπίζω Σακάτου = εκεί κάτω Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό Σεργούνι = η ξεφτύλα Σκαρίζω = βγαίνω Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα Σκιάχτηκα = τρόμαξα Σκούζω = φωνάζω Σούγελο = υδροροή Σιγουρεύω = κρύβω Τασάκι= σταχτοδοχείο Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα Τι λογό = τι είδος Τράβα= καδρόνι στέγης Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων Τσαλιμάκια = νάζια Τσεμπερέκι= πόμολο Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη Τσουράπι= κάλτσα Τσεμπέρι = Γυναικείο μαντήλι Φαγανιάρης = λαίμαργος Φούγα = οργή Φτούνος = αυτός Χαήλωσα = χάζεψα Χάμου = κάτω Χαρανί = καζάνι Χαντρολέμι = κολιέ Χαβάνι = σιδερένιο γουδί Χουνέρι = πάθημα Χορήγι = ασβέστης Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές Δείτε το άρθρο Υπάρχουν «καλαματιανές» λέξεις; Κι όμως…(vol. 2).
|