GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
Καλώς ορίσατε, Επισκέπτης. Παρακαλούμε συνδεθείτε ή εγγραφείτε.

Σύνδεση με όνομα, κωδικό και διάρκεια σύνδεσης
Απρίλιος 24, 2024, 16:16:03 μμ
+  GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
|-+  Κουβεντούλα
| |-+  Κοινωνικές Σχέσεις και Οικογένεια
| | |-+  Παιδιά
| | | |-+  Για τους μικρούς μας φίλους-Παραμύθια
Σύνθετη αναζήτηση
  0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Σελίδες 1 2 » Κάτω
Αποστολέας
Θέμα: Για τους μικρούς μας φίλους-Παραμύθια  (Αναγνώστηκε 17325 φορές)
« στις: Νοέμβριος 22, 2007, 21:07:03 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Ένα ξεχωριστό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

    Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και ο Τίνκερ, το σκιουράκι, φορώντας τα πιο ζεστά του ρούχα, χουζούρευε στο σπιτάκι του, μέσα στη μεγάλη βελανιδιά. Κοιτούσε μια από τις εικόνες του βιβλίου του.
"Αχ !" αναστέναξε κλείνοντας το βιβλίο.

    Εκείνη τη στιγμή περνούσε απέξω χοροπηδώντας η κυρία Κουνελίτσα, και άκουσε τον Τίνκερ ν' αναστενάζει.  Η κυρία Κουνελίτσα συμπαθούσε τον Τίνκερ και ήξερε ότι συνήθως ήταν πολύ χαρούμενος.  Της φάνηκε λοιπόν παράξενο, που τον άκουσε ν' αναστενάζει.

"Τι σου συμβαίνει, Τίνκερ;" τον ρώτησε με γλυκιά φωνή.

Ο Τίνκερ έβγαλε το κεφαλάκι του στην κουφάλα του δέντρου.

"Ε, να, είδα το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο βιβλίο μου.  Ήταν στολισμένο με γυαλιστερές μπάλες και όμορφα φωτάκια, που λαμπύριζαν σαν αστέρια".

    Ο Τίνκερ έδειξε την εικόνα στην κυρία Κουνελίτσα.

"Πραγματικά, είναι πολύ όμορφο", είπε αυτή. "Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο όμορφο δέντρο, αντί γι' αυτή τη βαρετή, καφετιά βελανιδιά", είπε ο Τίνκερ.

"Μη στενοχωριέσαι, Τίνκερ", είπε η κυρία Κουνελίτσα.

"Σύντομα θα ξανάρθει η άνοιξη και το δέντρο σου θα γεμίσει όμορφα, καταπράσινα φύλλα".

¨Ναι, έχεις δίκια", αποκρίθηκε ο Τίνκερ. "Ωστόσο, πολύ θα ήθελα να ήταν πιο όμορφη η βελανιδιά μου, για τα Χριστούγεννα".

"Πήγαινε να πλαγιάσεις τώρα", είπε καλοσυνάτα η κυρία Κουνελίτσα.

¨Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα".

    Η κυρία Κουνελίτσα τον αποχαιρέτησε κι έφυγε. Όμως, δεν ήθελε να είναι ο φίλος της στενοχωρημένος τις μέρες των Χριστουγέννων.  Μήπως μπορούσε, άραγε, κάπως να το βοηθήσει;

    Στον δρόμο για το σπίτι της συνάντησε κι άλλα ζωάκια: τον Λαγό Χέρμπερτ, το Ποντικούλη Φρέντι και την Νταίζη, τη Σκιουρίνα.  Τους είπε για το δέντρο που είχε δει ο Τίνκερ στο βιβλίο του, και πόσο στενοχωριόταν το σκιουράκι, που το δικό του δέντρο ήταν ολόγυμνο.

"Πολύ το συμπαθώ αυτό το σκιουράκι", είπε η κυρία Κουνελίτσα.

¨Θα ήταν υπέροχο να κάναμε γι' αυτόν κάτι το ξεχωριστό, φέτος τα Χριστούγεννα".

"Ναι, αλλά τι;" ρώτησαν ο Φρέντι και ο Χέρμπερτ με μια φωνή.

"Έχω μια ιδέα", είπε η Κουνελίτσα.  "Ακολουθήστε με".

    Το άλλο πρωί, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, Ο Τίνκερ ξύπνησε από θορύβους και φωνές.  Έσκυψε από το δέντρο του να δει ποιος έκανε όλη αυτή τη φασαρία  -  κι αντίκρισε τους φίλους του, που είχαν μαζευτεί γύρω από τον κορμό του δέντρου.

"Καλά Χριστούγεννα, Τίνκερ", φώναξαν όλοι μαζί.  Ο Τίνκερ κοίταξε γύρω και δεν πίστευε στα μάτια του.  Όσο εκείνος κοιμόταν, οι φίλοι του δούλευαν σκληρά για να του κάνουν έκπληξη.

    Είχαν μαζέψει κουκουνάρια, μούρα, καρύδια, γκι και πουρναρόφυλλα.  Κάποιες αράχνες, μάλιστα, είχαν υφάνει περίτεχνους ιστούς.  Όταν τα ζωάκια συγκέντρωσαν όλα όσα χρειάζονταν, άρχισαν να στολίζουν το δέντρο.

    Τώρα, τα δώρα τους κρέμονταν από τα κλαριά και η γέρικη βελανιδιά δεν ήταν πια γυμνή και βαρετή.  Κι όταν άρχισε, σε λίγο, να χιονίζει, το δέντρο λαμποκοπούσε από τις ρίζες μέχρι την κορφή.

"Είναι πανέμορφο", είπε ο Τίνκερ.  "Πολύ πιο όμορφο από το δέντρο του βιβλίου. Σας ευχαριστώ όλους, πάρα πολύ.  Κανείς άλλος δεν μου είχε κάνει ποτέ ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δώρο".
 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: άγκυρα



« Τελευταία τροποποίηση: Νοέμβριος 23, 2007, 01:30:48 πμ από Lia_P » Καταγράφηκε
 
Απάντηση #1
« στις: Νοέμβριος 26, 2007, 07:16:20 πμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Μια γέρικη ελιά στη φάτνη του Χριστού

Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός έκανε πολύ κρύο. Η σπηλιά ήταν κρύα και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ο Ιωσήφ σκέφτηκε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα. Βγαίνει έξω από τη σπηλιά, κάνει μια βόλτα, μα τίποτα. Ξαναμπαίνει πάλι μέσα, παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά. Μόλις τα είδε η Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα χρυσά.

Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν. Η σπηλιά ξαναπάγωσε. Βγήκε πάλι ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύτηκαν σ' ένα ξερό κλαδί. Ήταν δεντρολίβανο. Ο Ιωσήφ το άναψε και η Παναγία ευχήθηκε να μοσχομυρίζει και να στολίζει τις εικόνες των Αγίων. Μα η φωτιά κράτησε λίγο και η παγωνιά δυνάμωσε.
Τότε ο Ιωσήφ άκουσε μέσα από το σακούλι του φωνές που του έλεγαν: Πήγαινε Ιωσήφ στη μάνα μας την ελιά, πάνω απ' τη σπηλιά και πες της πως κινδυνεύει ο Χριστός, θα στεναχωρηθεί πολύ που το ξέραμε και δεν της είπαμε τίποτα. Ήταν μια χούφτα ελιές που τις είχε φυλάξει μαζί με λίγο ψωμί για ώρα ανάγκης.

Ο Ιωσήφ πήγε στην ελιά και εκείνη άρχισε να σπάει κομμάτια ξύλου από το γέρικο κορμό της και να τα σπρώχνει προς την είσοδο της σπηλιάς. Όλη τη νύχτα έκαιγε η φωτιά και η ζεστασιά απλώθηκε γύρω από τον νεογέννητο Χριστό.

Το πρωί το δέντρο δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κούτσουρο ρίζας. Όταν το είδε η Παναγία δάκρυσε, έσκυψε, το χάιδεψε και είπε. Την ευχή μου να 'χεις και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Το λάδι σου να τρέφει και να φωτίζει τους ανθρώπους. Το βράδυ να φωτίζεις το καντήλι του Χριστού.

Έτσι κι έγινε. Μέχρι το βράδυ η ελιά ξανάγινε μεγάλη όπως ήταν πριν. Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από τις ρίζες της ξαναβλασταίνει και
ξανανιώνει.




« Τελευταία τροποποίηση: Νοέμβριος 26, 2007, 07:20:58 πμ από Lia_P » Καταγράφηκε
 
Απάντηση #2
« στις: Νοέμβριος 26, 2007, 08:58:05 πμ »
sgr Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.438
Μέλος από: Ιούν, 2007

Προφίλ
Πολύ γλυκό Λία, πολύ γλυκό !
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #3
« στις: Νοέμβριος 26, 2007, 17:08:16 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Λίζα, ξέρεις πόσο σημαντικό είναι από μικρά στα παιδιά μας να διαβάζουμε παραμύθια, βιβλία πριν από τον ύπνο και όχι μόνο; Πάρα πολύ σημαντικό,γιατί έτσι θα τα κάνουμε να αγαπήσουν το βιβλίο και θα το αποζητούν για συντοφιά. Θα αγαπήσουν τη μελέτη διότι θα τους δίνει ευχαρίστηση όπως ευχαρίστηση τους δίνει και το παραμύθι που το αγαπούν πολύ.
 Τόλμησα λοιπόν να βάλω μερικές ιστορίες - παραμύθια για τους γονείς που θα ήθελαν να διαβάσουν μια ιστορία στα παιδιά τους , πράγμα που θα τους φέρει πιο κόντα κάποια ώρα που και εκείνοι θα νιώθουν πιο ξεκούραστοι για να το κάνουν. Τα παιδιά έρχονται  πιο κοντά στους γονείς και οι γονείς αισθάνονται ότι προσφέρουν κάποιες στιγμές δημιουργικές. Μετά την αφήγησημ αν υπάρχει χρόνος μπορεί να γίνεται και διάλογος πάνω στην ιστορία που διαβάστηκε. Τα παιδιά καταλαβαίνουν όσο μικρά και να είναι.
Επίσης και μια ζωγραφιά με παρόμοιο θέμα για χρωμάτισμα.
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #4
« στις: Νοέμβριος 27, 2007, 08:48:04 πμ »
sgr Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.438
Μέλος από: Ιούν, 2007

Προφίλ
Έχεις απόλυτο δίκιο.
Έτσι πρέπει να κάνει ένας σωστός γονιός αν θέλει να βάλει το λιθαράκι του στη μελλοντική αγάπη του παιδιού προς το βιβλίο.
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #5
« στις: Νοέμβριος 28, 2007, 22:28:38 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Ο 'Εντι το ελάφι με την μπλε μύτη

Ο 'Eντι το ελαφάκι καθόταν όλη μέρα σπίτι του. Δεν μπορούσε ούτε να παίξει ούτε να δουλέψει. Ήταν αποθαρρυμένος και ενοχλημένος. Αυτό το θλιμμένο νεαρό ελαφάκι ήταν άνεργο !!! Είχε πολλές συνεντεύξεις για δουλειά αλλά όλες πάντα κατέληγαν με άσχημο τρόπο. Θα πήγαινε αλλά θα έλεγαν «Συγνώμη αλλά δεν προσλαμβάνουμε ελαφάκια σήμερα». Ο 'Eντι έκλαιγε και έλεγε «Μα ποιος είναι ο σκοπός; Η ζωή μου είναι γεμάτη από ελαφίσιες προσβολές». Η μαμά του έλεγε «Δεν έχεις καμία δικαιολογία να κοιμάσαι όλη μέρα σαν τεμπέλικο ελάφι!! Αυτό δεν είναι θέμα διακρίσεων αλλά θέμα αποφασιστικότητας. Κράτα λοιπόν τώρα ψηλά το κεφάλι και τα κέρατά σου, θα βρεις δουλειά, απλά προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε!!»
Και τότε έβγαλε την εφημερίδα από το συρτάρι και αφού έριξε μια ματιά άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό διαβάζοντας την παρακάτω αγγελία «Ζητείται ελάφι από τον 'Aγιο Βασίλη». Και αμέσως τηλεφώνησε! Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο αναφώνησε «Ο 'Aγιος Βασίλης ψάχνει 10 ελάφια επειγόντως!! Μου είπαν να πας αύριο στις 8 και να ξεκινήσεις υπάρχει πολύ δουλειά που πρέπει να γίνει και γι αυτό μην αργήσεις!!».
Ο 'Eντι λοιπόν χτένισε τη γούνα του πολύ καλά και γυάλισε ακόμη και τις οπλές του. Κατά τις 7 άρχισε να μαζεύεται πλήθος ελαφιών στο σπίτι του Αϊ Βασίλη, στην οδό Βορείου Πόλου. Ο 'Eντι δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν περιτριγυρισμένος από μικρούς τύπους. Είσαι τάρανδος; Τον ρωτούσαν όλοι «'Oχι, είμαι ελάφι!» απαντούσε περήφανα.
«Είσαι ελάφι ; και τι μπορείς να κάνεις;» ρώτησαν αμέσως. «θα κάνω ότι με θέλει ο Αϊ Βασίλης, ήρθα να δουλέψω για τον Αϊ Βασίλη, η μαμά μου μου διάβασε αυτήν την αγγελία και μου είπε ότι εμείς τα ελάφια είμαστε άκρως απαραίτητα!». «Μα το πρόβλημά σου είναι το μέγεθός σου, η αγγελία ήταν για μας τους μικρούληδες, μην ντραπείς που ήρθες γιατί τα ξωτικά και τα ελάφια ακούγονται το ίδιο! Αλλά και παρόλο που δεν είσαι ξωτικό θα πρέπει να πας και να μιλήσεις ο ίδιος στον Αϊ Βασίλη. Θα σε οδηγήσω εγώ σε αυτόν αμέσως, είμαι ένα από τα ξωτικά του, λέγε με Ρέι» είπε το μικρό ανθρωπάκι και προχώρησε μπροστά δείχνοντας στον 'Eντι τον δρόμο για τον Αϊ Βασίλη.
Και μετά που ο Ρέι ενημέρωσε τον Αϊ Βασίλη για τον 'Eντι, ο Αϊ Βασίλης κρυφογέλασε και είπε «χο, χο, χο. Πες στην μαμά σου ότι πρέπει να φοράει τα γυαλιά της όταν διαβάζει». Μετά τον ανέλαβε ένας τάρανδος και του είπε «μέχρι τότε θα σκεφτώ κάτι. Θα σε έχω στην λίστα με τους τάρανδους, και ίσως μάθεις να υπηρετείς ως αναπληρωματικός τάρανδος. Τώρα αν προσπαθήσεις, σου υπόσχομαι ότι θα μάθεις και να πετάς».
Μα έπεσε τόσες φορές! Κι όμως πολύ σύντομα έμαθε να πετά αρκετά καλά. Αλλά τα ελάφια, βλέπεις, είναι βαρύτερα, με κέρατα σαν κλαδιά δέντρου και έτσι ήταν κάπως αργός σε σύγκριση με την ταχύτητα που αναπτύσσουν οι τάρανδοι. Ναι, ο 'Eντι ήταν λίγο αργός, οι βαριές οπλές του γλιστρούσαν στο χιόνι και μέσα από την σκεπή περνούσε μια οπλή. Ο τάρανδος δεν έδειχνε να νοιάζεται και είπε «Μπράβο, τα πας πολύ καλά, κρατήσου». Αλλά ο 'Eντι σύντομα άρχισε να φοβάται. Δεν μπορείς να μετατρέψεις το ξωτικό σε ελάφι.
Ο Πράνσερ και ο 'Eντι ήταν πολύ χαρούμενοι και έπαιζαν κάθε μέρα. 'Eκαναν εξάσκηση σε απογειώσεις πολύ συχνά, σπινιάρανε και διπλώνανε και τινάζονταν και όσο και αν πετούσαν δεν τους ήταν αρκετό. Πέταξαν όμως και πάρα πολύ και ο 'Eντι πάγωσε, τα αυτιά και το πρόσωπό του, η μύτη του και όλα επανήλθαν εκτός από την μύτη, που παρέμεινε μπλε παγωμένη. Και έγινε θέαμα για όλους αυτή η μπλε μύτη. Ήταν όμως και λαμπερή και αποτελούσε ένα όμορφο αξιόλογο φωτάκι. 'Oποτε ο 'Eντι ανοιγόκλεινε τα μάτια του, η μύτη του φώτιζε τον ουρανό. 'Oλοι οι τάρανδοι ήρθαν να το δουν και χαίρονταν.
'Oταν το είδε και ο Αϊ Βασίλης, προβληματίστηκε με την λάμψη της μύτης του 'Eντι. Είπε στον Αϊ Βασίλη : «Θυμώσατε;» «όχι, χάρηκα» είπε ο Αϊ Βασίλης «Από δω και στο εξής θα είσαι το ελάφι αμέσου ανάγκης! Συγνώμη, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι μερικές φορές χάνουμε την διεύθυνση κάποιου ή ανακαλύπτω μετά την προσγείωση ότι πολλά παιδιά δεν είναι στην πόλη. Και αν έχουν μετακομίσει, ξέρεις κολλάμε και βρισκόμαστε σε άμεση ανάγκη. Γιατί για όποιον μετακομίσει ή είναι σε διακοπές σημαίνει ότι πρέπει να βρεις την νέα του τοποθεσία και να του παραδόσεις το δώρο του. Για όλα αυτά θα σε ενημερώνουμε εμείς έτσι ώστε να μην μένει κανείς παραπονεμένος. Πάντα χρειαζόμασταν κάποιον που να μπορεί να κάνει αυτές τις μεταφορές και τώρα έχουμε εσένα!! Διότι όσο τρέχουμε στο χιόνι και το δικό σου έλκηθρο θα είναι μαζί μας, όμως μόλις εγώ χτυπήσω το μαστίγιό μου δεν μπορώ να σταματήσω παρά μόνο στον επόμενο προορισμό. Οπότε εκεί θα γυρνάς εσύ. Θα καλύπτεις αυτά που χάνουμε, και η υπέροχη λαμπερή μπλε μύτη σου θα σε οδηγεί με ασφάλεια στο χιόνι. Και όσοι στον κόσμο θα βλέπουν αυτό το φως θα ξέρουν ότι είναι ο 'Eντι με την μπλε μύτη».
Και έτσι ο 'Eντι τράβηξε και αυτός έλκηθρο με την βοήθεια του ξωτικού και φίλου του Ρέι και την μπλε μύτη του να αναβοσβήνει στον αέρα. Η μαμά του 'Eντι γέμισε χαρά και περηφάνια, γιατί και δούλευε ο γιος της αλλά και για την δουλειά που έκανε. 'Eτσι κοιτάει κάθε χριστουγεννιάτικη νύχτα έξω να δει κάθε φως που αναβοσβήνει και να το χαιρετήσει. Και σκέφτεται πόσο τυχερή ήταν που βρήκε και διάβασε επίτηδες λάθος την αγγελία. 'Eτσι λοιπόν, να πάτε για ύπνο ήσυχα, όπου και να βρίσκεστε ακόμη και μακριά από το σπίτι , γιατί ο 'Eντι με την μπλε μύτη θα σας βρει και θα σας δώσει το δώρο σας!!



« Τελευταία τροποποίηση: Νοέμβριος 28, 2007, 22:48:11 μμ από Lia_P » Καταγράφηκε
 
Απάντηση #6
« στις: Νοέμβριος 28, 2007, 22:48:24 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #7
« στις: Νοέμβριος 29, 2007, 09:14:17 πμ »
sgr Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.438
Μέλος από: Ιούν, 2007

Προφίλ
Πολύ πολύ ζεστό παραμύθι... και οι ζωγραφιές πανέμορφες και ό,τι πρέπει για να τις εκτυπώσουμε και να ζωγραφίζουν τα βλαστάρια μας.
Λία σε ευχαριστούμε.
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #8
« στις: Νοέμβριος 30, 2007, 20:34:48 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Ένας αλλιώτικος καλικάντζαρος


Γεια σας!
Είμαι ο Κατεργαρής κι είμαι ένας καλικάντζαρος!
Δε χρειάζεται όμως να φοβάστε. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους καλικάντζαρους.
Αλλά, ας σας διηγηθώ την ιστορία μου από την αρχή. Όλοι οι καλικάντζαροι μένουμε στην Καλικαντζαροχώρα, μια χώρα μοντέρνα και γεμάτη υπερσύγχρονες κατοικίες. Εργοστάσια, τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια.

Μα τι; Πιστεύατε πως ζούμε μέσα σε τρύπες στα έγκατα της γης; Βλέπετε, τίποτα από ότι νομίζετε πως γνωρίζετε για μας, δεν είναι αλήθεια εκτός από τις αταξίες! Η αταξία είναι ο νόμος μας και όλοι οι καλικάντζαροι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αταξίες τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, μα και το Πάσχα, τις Απόκριες, το Δεκαπενταύγουστο και γενικώς πάντα ΕΚΤΟΣ...από τα Θεοφάνια, που μας κυνηγάει αυτός ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα!

 Από την πρώτη μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έμαθε τραγουδάκια όπως:
"Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό για να μάθω αταξίες και να κάνω φασαρίες" και παροιμίες όπως: "Μια αταξία την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα!", αλλά και ηθικά διδάγματα όπως:

"Όποιος έχει δύο αταξίες, να δίνει τη μία στο φίλο του." Εγώ ήμουν ο καλύτερος μαθητής και έπαιρνα συνεχώς άριστα. Όλα άλλαξαν όμως, όταν έφτασε η στιγμή να κάνουμε και πρακτική εξάσκηση στην αταξία. Ανεβήκαμε σ΄ ένα δημοτικό σχολείο στη γη κρυφά το βράδυ και ανακατέψαμε όλες τις τάξεις.
Άλλος γύρισε τα θρανία ανάποδα, άλλος έβαψε τον μαυροπίνακα άσπρο, άλλος έβαλε πινέζες στη έδρα και ο χοντρός Αναμπουμπούλης, αν κι ο χειρότερος της τάξης, κρέμασε το σώβρακο του επιστάτη στο κοντάρι της σημαίας, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του άριστα. Εγώ ανέλαβα την πιο δύσκολη αποστολή. Μπήκα στη βιβλιοθήκη και ανακάτεψα τα βιβλία. Όταν ξημέρωσε ακούγαμε όλοι κρυμμένοι στη σκεπή, τα κατορθώματα της πρώτης μας αποστολής:

-Ποιος αναποδογύρισε τα θρανία; ακούστηκε η πρώτη φωνή.
-Γιατί δεν γράφουνε οι κιμωλίες; ακούστηκε η δεύτερη.
-Αουτς!!! φώναξε η δασκάλα της τρίτης τάξης.
-Γιατί κυρία η σημαία είναι πράσινη με κόκκινες καρδούλες; απόρησε ένα πρωτάκι.
-Μα τί ωραία ταξινόμηση είναι αυτή στην βιβλιοθήκη! Πρώτη φορά συναντώ τέτοια τάξη! ακούστηκε τέλος κι η φωνή του διευθυντή του σχολείου. Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν!

Ο δάσκαλος μου με αγριοκοίταξε, τα καλικαντζαράκια ξεκαρδίστηκαν κι εγώ, μετά από αυτή τη γκάφα, πήρα το πρώτο μου ολοστρόγγυλο μηδενικό.

Σε λίγες μέρες έφτασε η στιγμή για την δεύτερή εξόρμηση στη γη.
Στο μουσείο. Εκεί, βάλαμε στον καφέ του φύλακα υπνωτικό, του γυαλίσαμε την φαλάκρα και του κάναμε περμανάντ το μουστάκι. Ύστερα, φορέσαμε στα αγάλματα φανελάκια και εσώρουχα, και μπερδέψαμε τα ψηφιδωτά των μωσαϊκών. Εγώ, θέλοντας να βελτιώσω τη βαθμολογία μου, ασχολήθηκα με κάτι σπασμένα βάζα που βρήκα σε μια βιτρίνα.

Ύστερα, κρυφτήκαμε όλοι πάνω στους πολυελαίους περιμένοντας την βαθμολογία.
-Δεν του πάει καθόλου το κατσαρό μουστάκι του φύλακα! είπε μια Αμερικάνα τουρίστρια.

-Μα το ροζ νυχτικό του Ηνίοχου είναι πολύ σικ! θαύμασε μια Γαλλίδα. -Δεν ήξερα ότι είχανε παζλ στην αρχαιότητα! αναρωτήθηκε ένας Άγγλος.
-Τί θαύμα είναι αυτό! ακούστηκε τέλος και η φωνή της αρχαιολόγου.
-Ποιος μπόρεσε να κολλήσει τα μπερδεμένα κομμάτια των αγγείων;
Τριάντα δύο ζευγάρια μάτια και ένα ζευγάρι γυαλιά με κοίταξαν με φρίκη!
-Μα νόμιζα ότι τα θέλανε σπασμένα τα βάζα! προσπάθησα να απολογηθώ εγώ, αλλά ο δάσκαλος ζωγράφισε στο μπλοκάκι του ένα τεράστιο κουλούρι. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μαζί κι οι απολυτήριες εξετάσεις.

Ξέρετε, σε μας η σχολική χρονιά αρχίζει την επομένη των Φώτων και τελειώνει την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου όλοι πια οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη για αταξίες. Οι εξετάσεις θα δίνονταν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στη γη κι έτσι το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μαθητές και δάσκαλοι μαζεύτηκαν στην στολισμένη είσοδο του εμπορικού κέντρου και με ένα σφύριγμα του διευθυντή, όλα τα καλικαντζαράκια ξεχυθήκαμε στους ορόφους.
Οι όροι του διαγωνισμού ήταν σαφείς: Όσες περισσότερες αταξίες, τόσο το καλύτερο, ενώ η καλύτερη αταξία θα βραβευότανε κιόλας. Εμείς μπορούσαμε να πάμε σε όλους τους ορόφους, εκτός από τον τελευταίο για λόγους ασφαλείας, τους οποίους όμως δεν μας είπανε. Όση ώρα έτρεχα να βρω την αταξία μου έτρεχε και η καρδιά μου.

Ας έκανα επιτέλους μια μικρή αταξία. Ας μπορούσα να αποδείξω ότι είμαι και έξυπνος και ικανός.

Στον πρώτο όμως όροφο, δυστυχώς, με είχαν προλάβει, μιας κι οι συμμαθητές μου είχαν στολίσει όλα τα δέντρα με κάλτσες και παπούτσια! Στο δεύτερο, στο ζαχαροπλαστείο, ο χοντρός ο Αναμπουμπούλης είχε εργαστεί σκληρά έχοντας καταβροχθίσει όλα τα γλυκά από τις βιτρίνες και τα ψυγεία και σίγουρα θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό...αν κατάφερνε να κατέβει τις σκάλες μ' αυτήν την τεράστια κοιλιά.
Στον επόμενο όροφο είχαν χύσει όλα τα αρώματα και τα καλλυντικά και το πάτωμα είχε γεμίσει με ζαλισμένους καλικάντζαρους.

Κρατώντας τη μύτη μου, έφυγα τρέχοντας για τον επόμενο, στο βιβλιοπωλείο, μα και εκεί με είχαν προλάβει, καθώς είχαν γυρίσει ανάποδα όλα τα γράμματα από όλα τα βιβλία. Μην με ρωτήσετε πως το έκαναν αυτό, γιατί κι εγώ δεν ξέρω!
Είχα φτάσει στον τελευταίο όροφο κι ακόμα δεν είχα κάνει ούτε μια αταξία. Πως θα τολμούσα να κατέβω, μην έχοντας κάνει, έστω, μια μικρή προβιβαστική αταξία;
Εκείνη τη στιγμή όμως, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου! Κι αν συνέχιζα για τον τελευταίο όροφο; Αυτό αποφάσισα και, αφού ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε κάτι μοναδικό! Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιχνίδια. Κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια, σπιτάκια, αρκουδάκια, και στη μέση του δωματίου έλαμπε ένα ψηλό έλατο στολισμένο με εκατοντάδες μπάλες και φωτάκια, ενώ όλος ο τόπος μύριζε φρεσκοψημένα γλυκά. Έκατσα τότε στο πάτωμα απέναντι από το δέντρο κι ήτανε τόσο ζεστά και όμορφα, που έκανα μια ευχή. -Πόσο θα 'θελα να ήμουνα χαρούμενος, όπως τα παιδάκια που παίρνουν δώρα και τραγουδάνε κάλαντα, κι όχι να δίνω εξετάσεις και να κινδυνεύω να μείνω στην ίδια τάξη.

-Έλα καλικαντζαράκι! ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Μη στενοχωριέσαι!
Τρομαγμένος γύρισα κι είδα ένα χοντρό γέροντα με κόκκινα μάγουλα και παχιά μούσια.
-Μην μου κάνεις κακό! κλαψούρισα.
-Ε, μα τί είναι αυτά που λες! Από πότε ένας καλικάντζαρος φοβάται; είπε γλυκά σκουπίζοντάς μου τα μάτια.
-Τώρα πια, δεν ξέρω αν θα παραμείνω καλικάντζαρος. Είμαι τόσο άχρηστος, που μπορεί να με διώξουν.

Ούτε μια αταξία δεν είμαι ικανός να κάνω! είπα με πόνο, μα εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου είπε ήρεμα:
-Όσο υπάρχουν τα Χριστούγεννα, ποτέ ένας καλικάντζαρος δεν θα είναι άχρηστος. Κι όσο υπάρχουν οι καλικάντζαροι, θα υπάρχουν και οι αταξίες! Και βγάζοντας από το κεφάλι του έναν κόκκινο σκούφο κεντημένο με χρυσή κλωστή, μου τον φόρεσε στο κεφάλι και με συνόδευσε στην πόρτα. Εκεί με φίλησε στο μέτωπο και με χαιρέτησε.

-Καλά Χριστούγεννα Κατεργαρή! είπε κι έκλεισε την πόρτα. Εγώ νιώθοντας ξαφνικά πολύ χαρούμενος, κατέβηκα τα σκαλιά χορεύοντας με τον τεράστιο σκούφο του παππού που ήξερε το όνομά μου.
Όταν όμως με αντικρίσανε οι άλλοι καλικάντζαροι, πάγωσαν.
-Ο σκου...ο σκούφος! ψέλλισε σαστισμένος ο δάσκαλος.
-Τι έχει ο σκούφος μου; απόρησα εγώ.
-Είναι του Αι-Βασίλη! είπε έκπληκτος.
-Ο Κατεργαρής έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! φώναξαν όλα τα καλικαντζαράκια.
Ξαφνικά όλοι με περικύκλωσαν και με σήκωσαν στα χέρια τους.
-Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκανε την πιο δύσκολη αταξία! φώναζαν όλοι, ενώ ο διευθυντής του σχολείου μου έδωσε με περηφάνια το έπαθλο των εξετάσεων.
Ένα μεγάλο λαμπερό κύπελλο με χαραγμένη τη φράση:" Στην μεγαλύτερη αταξία της χρονιάς"!

Έτσι, στους ώμους των άλλων καλικάντζαρων γύρισα στην Καλικαντζαροχώρα, κι εκεί με περίμενε μεγάλο τραπέζι και γλέντι ως την ημέρα των Φώτων. Μεταξύ μας, χάρισα το μεγάλο κύπελλο στον Αναμπουμπούλη, γιατί εγώ δεν έκανα καμία αταξία στην πραγματικότητα, ενώ εκείνος πήγε στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα από τα πολλά γλυκά.

Εμένα μου φτάνει που πέρασα την τάξη κι έχω τον ωραιότερο σκούφο στον κόσμο! Το δώρο του Αι-Βασίλη! Σας αφήνω τώρα γιατί με έχει καλέσει ένας φίλος μου για πορτοκαλάδα.

Ξέρετε! Εκείνος ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα! Μην το πείτε σε κανέναν! Αλλά βλέπετε, εγώ είμαι ένας αλλιώτικος καλικάντζαρος. Ο Κατεργαρής με το όνομα!
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #9
« στις: Δεκέμβριος 01, 2007, 06:21:19 πμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #10
« στις: Δεκέμβριος 01, 2007, 06:25:04 πμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #11
« στις: Δεκέμβριος 04, 2007, 16:36:41 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι χιονισμένοι δρόμοι είχαν ερημώσει. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Δίπλα στο παράθυρο στεκόταν λυπημένο ένα κοριτσάκι.

Το κουρελιασμένο της φουστάνι και η τριμμένη σάρπα της δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε. Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα σπίρτο! Τι θα έλεγε όμως ο πατέρας της για μια τέτοια σπατάλη!

Διστακτικά, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και ...ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής.

Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο. Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι ...αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του.

Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία.

Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό! Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. «Τι όμορφο!» αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του. Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. "Κάποιος πεθαίνει," σιγομουρμούρησε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει!"

Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο. Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. "Γιαγιά, μείνε μαζί μου!" ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίσθηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: "Γιαγιά, πάρε με μαζί σου!" Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης.

Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. "Καημενούλα!" είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί!" Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.

Χανς Κρίστιαν 'Αντερσε


Καταγράφηκε
 
Απάντηση #12
« στις: Δεκέμβριος 04, 2007, 16:36:56 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #13
« στις: Δεκέμβριος 05, 2007, 08:48:11 πμ »
sgr Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.438
Μέλος από: Ιούν, 2007

Προφίλ
Λία είσαι καταπληκτική. Κλασσικό και αγαπημένο παραμύθι το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
Και ο Άγιος Βασίλης με το δεντράκι του περιμένουν παιδικά χεράκια να τα ζωγραφίσουν έ ?
 
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #14
« στις: Δεκέμβριος 05, 2007, 22:24:19 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος

Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο γέρο χρόνος ο στριμμένος δεν ήθελε να κλείσει το βαρύ μπαούλο του με όλες τις κουρελαρίες του μέσα κι αφού έβγαλε την τσαγιέρα από τη φωτιά, πρόσφερε τσάι στις μέρες, στις βδομάδες και στους μήνες, που είχαν γεράσει μαζί του και κουρασμένοι κάθονταν γύρω του.

Η καμπάνα χτύπησε τρεις φορές στο σπίτι του γέρο χρόνου και μια κουτσή υπηρέτρια στιγμή, πετάχτηκε κουτσαίνοντας να ανοίξει την πόρτα. Μπήκαν οι ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα που πέρασαν μαζί του και ξεφυσώντας κι αναστενάζοντας στρώθηκαν κι αυτά γύρω του.

Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος πρόσφερε και σ'αυτά τσάι κι άρχισε να τους εξηγεί το τρομερό σχέδιό του. "Σας κάλεσα εδώ απόψε για να σας πω ότι δεν έχω σκοπό να εγκαταλείψω το σπίτι μου και να το αφήσω να μου το πάρει ο νέος χρόνος.
Αυτός ο νέος χρόνος θέλει να δοξαστεί με ένα παγκόσμιο γεγονός που θα γίνει, την Ολυμπιάδα.

Μα, εγώ δε θα τον αφήσω. Θα μείνω και θα αναλάβω εγώ τους Ολυμπιακούς αγώνες.

΄Ετσι μαζί με σας θα αρχίσω και πάλι να περνάω επάνω στα ρολόγια και θα δοξαστώ στους αιώνες, στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων".
"Μπράβο, μπράβο", χειροκρότησαν οι γριές υπηρέτριες στιγμές.
Οι μέρες και οι ώρες, αφού κοιτάχτηκαν με έκπληξη με αυτά που άκουσαν, μία-μία συνερχόταν κι άρχισαν να γελάνε. ΄Υστερα άρχισαν να γελάνε οι βδομάδες και τα λεπτά κι όταν στο τέλος προστέθηκαν οι μήνες και τα δευτερόλεπτα, το σπίτι του γέρο χρόνου τραντάζονταν από τα γέλια. "Ποτέ δεν μας έκανες να γελάσουμε έτσι", έλεγαν και δεν μπορούσαν να σταματήσουν.

Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος κρατούσε το χοντρό κεφάλι του, "σταματήστε", φώναζε και τον έπιασε μια νευρική τρεμούλα που έγινε σεισμός. "Τα επτά χάπια μου.

Πού είναι τα επτά χάπια μου", διέταξε κι αμέσως μια γριά υπηρέτρια στιγμή, που ήταν και λίγο κουφή, του έφερε δεκαεπτά χάπια που τα ήπιε όλα με μιας.
- Τώρα είμαι καλύτερα. Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι! Που λέτε, εγώ θα μείνω και μαζί μου θα μείνετε κι εσείς και θα...

- Μα πώς θα γίνει αυτό γέρο χρόνε στριμμένε; Είπαν οι μέρες.
- Ο,τι πέρασε περνά και δεν ξαναγυρνά, είπαν οι βδομάδες κι οι μήνες συμφώνησαν.

Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος που φορούσε μια γκρίζα φθαρμένη στολή με χρυσά κουμπιά και συρίτια κι ένα σκουριασμένο ρολόι στο κεφάλι αντί για καπέλο, έκανε μια νευρική κίνηση και καθώς χύθηκε το καυτό τσάι επάνω του, έβγαλε μια αστεία κραυγή.

Τότε οι ώρες μαζί με τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα του φώναξαν:
"Το μπαούλο σου να κλείσεις και να μην ξαναγυρίσεις". "Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!", άστραψε και μπουμπούνισε ο γέρο χρόνος ο στριμμένος κι έριξε μια ξαφνική μπόρα μαζί με χοντρό χαλάζι που έσπαγε τα κεραμμύδια των σπιτιών και κατέστρεφε τις σοδειές από τα χωράφια, ενώ οι άνθρωποι έτρεχαν να φυλαχτούν. "Πολύ μας ταλαιπώρησε αυτός ο χρόνος", συζητούσαν κάτω από τα υπόστεγα. Στο σπίτι του γέρο χρόνου, οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες τελείωσαν το τσάι τους και σηκώθηκαν. "Ας πηγαίνουμε καλύτερα", είπαν και μαζί τους σηκώθηκαν οι ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα. "Ναι, ας πηγαίνουμε, πριν ο νέος χρόνος μας βρει εδώ στο σπίτι του και θυμώσει". "Αυτός που θα θυμώσει είμαι εγώ", είπε ο γέρο χρόνος ο στριμμένος και φυλάκισε τις μέρες, τις βδομάδες και τους μήνες στα κατάβαθα υπόγεια του σπιτιού του, εκεί που φυλάκιζε τους μπελάδες, τις σκοτούρες και τις αγωνίες. Κάθε τόσο, διέταζε τις γριές υπηρέτριες στιγμές του και ξεκλείδωναν αρκετούς απ'αυτούς τους μπελάδες, τις σκοτούρες και τις αγωνίες, για να τις μοιράσει ολόγυρα στον κόσμο.

Μα ήταν τόσες πολλές που είχαν περισσέψει στα υπόγειά του. ΄Οσο για τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, τα πέρασε όλα στη ζώνη του και τα έκανε κομπολόι. Δίχως αυτά δεν θα υπήρχε ο ίδιος και δεν θα μπορούσε να λέγεται χρόνος. ΄Υστερα σφράγισε καλά τα παράθυρα και πίσω από τις πόρτες έσειρε κι έβαλε βαριά έπιπλα, τα βάσανα.
Κι αυτά του είχαν περισέψει. ΄Ετσι λοιπόν ο νέος χρόνος δεν θα μπορούσε να ανοίξει να μπει στο σπίτι και να τον διώξει. ΄Όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Οι τελευταίες του ώρες επάνω στο σκουριασμένο ρολόι που φορούσε στο κεφάλι του προχωρούσαν κι ήταν έτοιμες να παραδώσουν το σπίτι στο νέο χρόνο. Τότε ο γέρο χρόνος ο στριμμένος έβγαλε το σκουριασμένο ρολόι από το κεφάλι του και το πέταξε μακριά.

Από τα μαλλιά του ξεχύθηκαν χιόνια που έγιναν πυκνές χιονοστιβάδες και σκέπασαν όλο τον κόσμο, ενώ το σπίτι θάφτηκε για τα καλά από κάτω. "Χα, χα, χα, άντε τώρα να μας βρει ο νεαρός χρόνος", είπε, μα του κόπηκε η ανάσα κι έπιασε την καρδιά του.

΄Ένα-ένα τα χρυσά κουμπιά από τη φθαρμένη, γκρίζα στολή του έπεφταν στο πάτωμα και κυλούσαν γύρω από τις τελευταίες υπηρέτριες στιγμές του, που έτρεχαν από δω κι από κει για να τα μαζέψουν. Μια άλλη γριά στιγμή που δεν έβλεπε καλά, ήρθε γρήγορα με βελόνα και κλωστή για να τα ράψει, μα το ύφασμα της στολής του ήταν πια ένα σκέτο κουρέλι. Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος ένοιωθε πολύ κουρασμένος με όλα τούτα.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε με ένα ροχαλητό από κεραυνούς και μπουμπουνητά και δεν ξαναξύπνησε.
Καταγράφηκε
 
Εκτύπωση  Σελίδες 1 2 » Πάνω