GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
Καλώς ορίσατε, Επισκέπτης. Παρακαλούμε συνδεθείτε ή εγγραφείτε.

Σύνδεση με όνομα, κωδικό και διάρκεια σύνδεσης
Απρίλιος 24, 2024, 15:20:00 μμ
+  GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
|-+  Κουβεντούλα
| |-+  Κοινωνικές Σχέσεις και Οικογένεια
| | |-+  Παιδιά
| | | |-+  Για τους μικρούς μας φίλους-Παραμύθια
Σύνθετη αναζήτηση
  0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Σελίδες « 1 2 Κάτω
Αποστολέας
Θέμα: Για τους μικρούς μας φίλους-Παραμύθια  (Αναγνώστηκε 17324 φορές)
Απάντηση #15
« στις: Δεκέμβριος 05, 2007, 22:25:38 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #16
« στις: Δεκέμβριος 13, 2007, 15:51:09 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
             "Το αγγελάκι της φουντωτής γιρλάντας"

 Έρχονται τα Χριστούγεννα! φώναξε χαρούμενα ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο μικρός άγγελος. Η Χριστουγεννιάτικη φουντωτή γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους που κρέμονταν από πάνω της, τινάχτηκε ολόκληρη.
- Μας ξύπνησες! διαμαρτυρήθηκαν οι άγγελοι με μια φωνή. Τι σε έπιασε και φωνάζεις ξαφνικά;
- Έρχονται! Έρχονται τα Χριστούγεννα! φώναξε και πάλι ο μικρός άγγελος. Οι άλλοι άγγελοι χασμουρήθηκαν. Ίσιωσαν τα χάρτινα φτερά τους που ήταν σκεπασμένα με λείο και μαλακό ύφασμα και ρώτησαν το μικρό τους αδερφό.
- Και εσύ που το ξέρεις; Μέσα σε αυτό το κουτί που είμαστε κλεισμένοι, δεν έχουμε ούτε ημερολόγια, ούτε ρολόγια. Πως μπορούμε να ξέρουμε τι εποχή είναι, αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε τη στιγμή που κάποιος θα ανοίξει το καπάκι από το κουτί και θα μας τοποθετήσει με τα άλλα στολίδια πάνω στο δέντρο.
- Κι όμως εγώ ξέρω πως έρχονται τα Χριστούγεννα! Τα μυρίζω! Οι άγγελοι της φουντωτής γιρλάντας έξυσαν συγχρονισμένοι σαν χορευτές μπαλέτου, το φτιαγμένο από γουνίτσα φωτοστέφανο στο κεφάλι τους.
- Τα μυρίζεις; απόρησαν! Α, εσύ είσαι τελείως χαζούλης!
- Μα ναι! επέμενε ο μικρός άγγελος. Τα μυρίζω στον αέρα που έχει γίνει υγρός και βαρύς. Στη μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονται στο τζάκι. Στα γλυκά με κανέλα και μέλι που φτιάχνουν στην κουζίνα του σπιτιού. Έρχονται Χριστούγεννα σας λέω!
- Εμείς το μόνο που μυρίζουμε εδώ μέσα είναι κλεισούρα και σκόνη. Κοιμήσου μικρέ. Έχουμε καιρό ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα του είπαν οι άγγελοι και ξάπλωσαν πάνω στο βαμβάκι που είχαν για στρώμα για να μη τσαλακωθούν και σκιστούν.
Όμως ο μικρός άγγελος, ο τελευταίος στη φουντωτή γιρλάντα με τους αγγέλους, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την χαρά και την προσμονή. Έφταναν τα Χριστούγεννα και επιτέλους θα βρισκότανε και πάλι πάνω στο στολισμένο δέντρο. Εκεί μπορούσε να βλέπει όλο το σπίτι, στολισμένο με γκι και κορδέλες. Να λιγουρεύεται το γιορτινό τραπέζι με τα γλυκά και τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Να λικνίζεται στο ρυθμό των όμορφων τραγουδιών που ηχούσαν παντού και να χαίρεται με τα γέλια, τα παιχνίδια και τις κλεφτές ανυπόμονες ματιές των παιδιών στα κουτιά με τα δώρα κάτω από τα κλαδιά του έλατου. Και να που πραγματικά είχε δίκιο.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς ρυθμούς και κάποια μαγική στιγμή, το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστή την φουντωτή χριστουγεννιάτικη γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους άνοιξε. Το φως ξεχύθηκε λαμπρό και ζεστό μέσα στο κουτί και ξύπνησε τα αγγελάκια που χαρούμενα φώναξαν όλα μαζί πια:
- Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα!
Μαζί με αυτό, άνοιξαν και άλλα κουτιά. Το μεγάλο κουτί με τις γυάλινες μπάλες που τσούλησαν γρήγορα στο χαλί. Το κουτί με τους βελούδινους φιόγκους που τεντώθηκαν νυσταγμένοι. Το κουτί με τις καμπάνες που με μιας άρχισαν να χτυπάνε. Τον ξύλινο καρυοθραύστη που ακόνισε την μασέλα του. Τα Άγιο-βασιλάκια που κρατούσαν κιθάρες και βιολιά στα χέρια τους. Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους.
Μα πιο πολύ χαρούμενος ήταν ο μικρός άγγελος της φουντωτής γιρλάντας. Γιατί αυτός ήξερε πιο μπροστά από τα άλλα στολίδια πως τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει.
Το μύριζε και το ένιωθε μέσα στην καρδιά του και δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί πάνω στο δέντρο και πάλι. Και η στιγμή αυτή είχε φτάσει.
Τα λεπτά χέρια μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μπουκλωτά μαλλιά μπήκαν μέσα στο κουτί και έπιασαν την γιρλάντα με τους αγγέλους. Η καρδιά του μικρού αγγέλου πήγε να σπάσει.
- Τώρα θα πετάξω ψηλά στο έλατο, σκέφτηκε. Θα δω το στολισμένο σπίτι, τα παιδάκια που τρέχουν γύρω από τα σκορπισμένα στο σαλόνι στολίδια και δώρα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων να ζεσταίνουν το κρύο που ένιωθα τόσο καιρό μέσα στο κουτί.

Μα καθώς σκεφτόταν όλα αυτά χρατς! Το χάρτινο φτερό του πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε καλά ανοίξει και κόπηκε στη μέση.
- Αχ τι κρίμα! Έσκισα το φτερό του τελευταίου στη σειρά αγγέλου. Δεν πειράζει.
Τώρα η γιρλάντα θα έχει μόνο έξι αγγέλους, είπε η γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και παίρνοντας στα χέρια της ένα ψαλίδι έκοψε το σκοινί που συγκρατούσε τον άγγελο στην φουντωτή γιρλάντα και τον έβαλε και πάλι μέσα στο κουτί. Όλα τότε ησύχασαν.
Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που έλουζε τα κουτιά χλόμιασε και το κρύο σκέπασε τον μικρό άγγελο με το σκισμένο φτερό, που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.
- Δεν θα γνωρίσω τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν θα μυρίσω τα φρεσκοψημένα γλυκά στο φούρνο. Δε θα τραγουδήσω μαζί με τα παιδιά, που θα στέκονται στην πόρτα χτυπώντας τριγωνάκια τα κάλαντα για τον Χριστούλη, είπε πολύ λυπημένος ο μικρός άγγελος και χάρτινα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα ζωγραφισμένα μάτια του.
Μα πριν προλάβει να κρυώσει η καρδούλα του, άλλο ένα χέρι μπήκε μέσα στο κουτί. Ήταν μικρό και στρουμπουλό και άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί ανακατεύοντας το μπαμπάκι του πάτου τόσο, που ο άγγελος έκανε τούμπες. Ύστερα, έπιασε τον μικρό άγγελο που έστεκε, χωρίς την γιρλάντα, μόνος με το σκισμένο φτερό του. Κι όταν το χέρι τον σήκωσε, ο άγγελος, έστω και με ένα φτερό, πέταξε ψηλά κι αντίκρισε ένα μικρό παιδάκι, που ίσα ίσα στεκόταν στα ποδαράκια του και περπατούσε άτσαλα.
Το μικρό παιδάκι με τον άγγελο στο τεντωμένο του χέρι έφτασε στραβοπατώντας τη γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και της έδωσε τον άγγελο.
- Θέλεις να τον βάλουμε κι αυτόν στο δέντρο; ρώτησε η γυναίκα.
Το παιδάκι γέλασε τότε τόσο τρανταχτά και γλυκά, που ο μικρός άγγελος έπαψε πια να κρυώνει και μια μαγική θαλπωρή τον τύλιξε.
Η γυναίκα πήρε τον μικρό άγγελο από το χεράκι του παιδιού, του τίναξε από πάνω του τα ανακατεμένα μπαμπάκια και με προσοχή κόλλησε το μισό φτερό που του έλειπε. Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη σκάλα τον έβαλε πιο ψηλά από τα άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των έξι αγγέλων. Στην κορυφή του δέντρου! Και καθώς το μικρό παιδάκι είδε τον άγγελο τόσο λαμπερό και όμορφο άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και για μια στιγμή φάνηκε σε όλους πως ο μικρός άγγελος ζωντάνεψε κι έγινε ένας αληθινός άγγελος που είχε κατέβει από τον ουρανό για να αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού.
Κι εκεί απάνω ο μικρός άγγελος έζησε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ζήσει ποτέ του. Με μυρωδιές, με τραγούδια, με γέλια και παιχνίδια, μα και με κάτι ακόμα που έκανε τις γιορτινές μέρες πιο πλούσιες και πιο ζεστές. Με αγάπη!

« Τελευταία τροποποίηση: Δεκέμβριος 13, 2007, 15:56:07 μμ από Lia_P » Καταγράφηκε
 
Απάντηση #17
« στις: Δεκέμβριος 13, 2007, 15:55:29 μμ »
sgr Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.438
Μέλος από: Ιούν, 2007

Προφίλ
Αυτό που μου αρέσει είναι που μαζί με τα παραμυθάκια μας βάζεις και μια ζωγραφιά.
Ευχαριστούμε πολύ.
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #18
« στις: Δεκέμβριος 13, 2007, 16:24:51 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #19
« στις: Δεκέμβριος 13, 2007, 17:18:36 μμ »
ArXoS Αποσυνδεδεμένος
Διαχειριστής
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Ανδρας
Μηνύματα: 5.605
Μέλος από: Ιούν, 2007

greekmasa greekmasa Προφίλ WWW
Μπράβο βρε Λία .. καταπληκτικά  Έκπληξη Έκπληξη Έκπληξη
Καταγράφηκε
Γηράσκω αεί διδασκόμενος
 
Απάντηση #20
« στις: Δεκέμβριος 13, 2007, 22:25:04 μμ »
LITSA5
Επισκέπτης
Φαντάζομαι πόσο ευτυχισμένα θα κάνης κάποτε τα εγγόνια σου Λία μου!!!με τα τόσα όμορφα παραμυθάκια που θα τους λές....ΝΑΣΑΙ ΚΑΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ!!!!
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #21
« στις: Δεκέμβριος 14, 2007, 18:52:21 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Μέχρι να φτάσω, Λιτσάκι, στα εγγόνια έχω χρόνια αρκετά. Μέχρι στιγμής προσπαθώ να προσφέρω ένα λιθαράκι στα παιδάκια του κόσμου........ Μεγάλο χαμόγελο
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #22
« στις: Δεκέμβριος 14, 2007, 18:56:37 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης

    "Ωχ!... Έλατο":
 Μαρία Κίτρα
 Απέξω ακούγεται φρενάρισμα αυτοκινήτου (είναι το έλκηθρο του Α.Β.) Φαίνεται το πρόσωπο ενός ταράνδου

… Στο σπίτι του `Αγιου Βασίλη στην Καισαρεία η σύντροφός του η κυρά- Βασιλική είναι καθισμένη στην πολυθρόνα της μπροστά στο τζάκι που σιγοκαίει και πλέκει ένα κόκκινο πουλόβερ. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ επιστρέφει κατάκοπος στο σπίτι και ο `Αγιος Βασίλης. `Ολη αυτή την εβδομάδα δούλευε ασταμάτητα στο «εργοστάσιο κατασκευής παιχνιδιών» προκειμένου να ετοιμάσει τα δωράκια των παιδιών όλου του κόσμου. Εκτός όμως από πολύ κουρασμένος, φαίνεται και λιγάκι στενοχωρημένος. Κι αυτό γιατί μόλις μπήκε στο σπίτι κοίταξε το έλατο που ήταν δίπλα στο τζάκι και ξεφύσηξε πολλές φορές. Χωρίς να πει κουβέντα, πήγε κοντά στο δέντρο, του έριξε μια ματιά γύρω-γύρω κι αφού φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ταύρος στην αρένα, έκατσε μουτρωμένος μπροστά στο τζάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι του.

Καλώς τον, καλώς τον!, λέει η κυρά Βασιλική στον άντρα της χωρίς να τον πολυπροσέξει μια και είναι σκυμμένη πάνω στο πλεχτό της.
Μμμ, καλησπέρα…, απαντά εκείνος και βάζει τα χέρια του στα μάγουλά του σαν μικρό παιδάκι.
Κουράστηκες καημενούλη μου ε;
Μμμ, κουράστηκα, λέει και διπλώνει μουτρωμένος τα χέρια του στο στήθος.
Θέλεις να σου σερβίρω ένα πιάτο ζεστή κοτόσουπα που έφτιαξα;
Μμμ, θέλω. Να παραγγείλουμε και κανένα σουβλάκι; ρωτάει με μια ελπίδα αλλά…
Σουβλάκι; Μα τρελάθηκες; Κάθε χρόνο σου ράβω καινούρια στολή γιατί η προηγούμενη σου είναι στενή. Μήπως ξέχασες που έσκασε το λάστιχο προχτές στο έλκηθρό σου ή πέρυσι που βυθίστηκες μαζί μ’ αυτό μέσα στο χιόνι μόλις ανέβηκες πάνω;
Δεν έφταιγα εγώ. Το τσουβάλι με τα δώρα ήταν βαρύ. Μπορώ να φάω τουλάχιστον ένα μελομακάρονο μπας και γλυκαθώ;
Α! Εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα. Όχι!!! `Ενα πιάτο κοτόσουπα μονάχα. Είναι και βράδυ. Συγκρατήσου λιγάκι.
Μμμ, καλά.
Ο `Αγιος Βασίλης σηκώνεται φανερά απογοητευμένος και πηγαίνει προς το παράθυρο.

Α! Ωραία. Μια που σηκώθηκες, μπορείς να δοκιμάσεις λίγο και το πουλόβερ που σου πλέκω για την Πρωτοχρονιά;
Η κυρά Βασιλική, πηγαίνει κοντά του, ενώ κρατάει στα χέρια της ένα μικροσκοπικό κόκκινο πουλοβεράκι που φυσικά δεν του κάνει. Προσπαθεί να το δοκιμάσει, μα δεν μπαίνει με τίποτα.

Ορίστε! Στα έλεγα εγώ. Δεν σου κάνει. Παραπάχυνες. Τώρα;
Κυρά Βασιλική, νομίζω ότι όταν έπλεκες το πουλόβερ φορούσες τα μεγεθυντικά σου γυαλιά. Αυτό κάνει για τη γάτα μας τη Βασιλούλα, λέει ο `Αγιος Βασίλης
Πραγματικά, η κυρά Βασιλική, βγάζει τα γυαλιά της και συνειδητοποιεί ότι το πουλοβεράκι είναι μια σταλίτσα.
Μπα σε καλό μου. Μα τους χίλιους κουραμπιέδες! Σαν να έχεις δίκιο καλέ μου. Και εσύ τελικά δεν είσαι και τόσο παχουλούλης. Μου φαίνεται ότι έχεις και λίγο αδυνατίσει. Να με συμπαθάς. Θα το δώσω στη γάτα μας τη Βασιλούλα και σένα θα σου φτιάξω άλλο. Πάω όμως γρήγορα τώρα να σερβίρω. Θα φέρω και δύο μελομακάρονα να σε γλυκάνω.
Η κυρά Βασιλική, πάει στην κουζίνα να ετοιμάσει το δείπνο και ο `Αγιος Βασίλης μένει μόνος του. Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό του τηλέφωνο, ενώ κατευθύνεται για άλλη μια φορά προς το έλατο, το οποίο είναι γυμνό. Δεν έχει πάνω του ούτε ένα στολιδάκι!

Ναι, μάλιστα, ορίστε, λέγετε παρακαλώ; Ποιος είναι; Ποιον θέλετε; Α! έλα καλικατζαρούκο μου. `Εχουμε κανένα νέο; ρωτάει με αγωνία ο `Αγιος Βασίλης
………………………………
`Όχι, μη μου πεις! Για λέγε.
…………………………….
Μη μου πεις. Δεν το πιστεύω! Για λέγε. Για λέγε!
……………………
Μη μου λες. Απίστευτο! Για πες μου, για πες μου.
………………………
Καλά. Τι να κάνουμε. Θα το καταπιώ κι αυτό. Σ’ ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα και σε σένα καλικατζαρούκο μου.
Ο `Αγιος Βασίλης κλείνει το κινητό του κι εκείνη την ώρα μπαίνει η κυρά Βασιλική, κρατώντας ένα δίσκο με δύο πιάτα. Τον τοποθετεί στο τραπέζι.
Πω-πω πώς αχνίζει. `Ο,τι πρέπει είναι τώρα με την κούραση που έχεις. `Ελα, πλησίασε να φάμε, `Αγιε μου Βασίλη.
Ξεκινάνε το φαγητό τους, ρουφώντας ρυθμικά και δυνατά την κάθε κουταλιά. Δεν περνάει μισό λεπτό και ο `Αγιος Βασίλης, ο οποίος πεινούσε πολύ, έχει ήδη τελειώσει την κοτόσουπά του.

Σιγά χριστιανέ μου. Πότε την έφαγες κιόλας;
Δεν φταίω εγώ, το κοτόπουλο μέσα στο πιάτο πρέπει να ήταν ζωντανό και να μου ρούφηξε τη σούπα μου…
Η κυρά Βασιλική σκάει στα γέλια με το αστείο αυτό για αρκετή ώρα ενώ ο ίδιος βάζει πάλι τα χέρια του στα μάγουλά του και ούτε καν χαμογελάει. Σε λιγάκι…

Μα καλέ μου, τι σου συμβαίνει; Είσαι στενοχωρημένος; Κάτι σε απασχολεί; Πες μου μένα.
Ε, ναι! Κάτι μου συμβαίνει. Είμαι στενοχωρημένος. Κάτι με απασχολεί. Αλλά δεν σου λέω.
Καλά. `Όπως αγαπάς. Πάντα πεισματάρης. Πάντα καταπίνεις τις στενοχώριες σου κι αυτό να ξέρεις σε παχαίνει. Τέλος πάντων. Ας βάλουμε κανένα χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι να μπούμε στο πνεύμα των γιορτών σιγά – σιγά.
Σηκώνεται, μαζεύει το τραπέζι και πάει στο κασετόφωνο. Βάζει το τραγούδι «Ω! έλατο». Δυναμώνει την ένταση και αρχίζει να χορεύει.

`Όμως ο `Αγιος Βασίλης δεν αντέχει άλλο πια και ξεσπάει σε κλάματα. Η κυρά Βασιλική που χορεύει με γυρισμένη την πλάτη της δεν τον καταλαβαίνει και συνεχίζει ακάθεκτη να τραγουδάει και να χορεύει το «Ω! έλατο, ω! έλατο, μ’ αρέσεις πώς μ’ αρέσεις». Ο `Αγιος Βασίλης τότε ξεσπάει σε πολύ δυνατούς λυγμούς, φυσάει με δύναμη την κόκκινη μύτη του και … επιτέλους η κυρά Βασιλική τον βλέπει. Τρομαγμένη και απορημένη, κλείνει αμέσως το κασετόφωνο και τρέχει κοντά του, ενώ με ένα μαντήλι σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό της από τον πολύ χορό.

Μα τι χίλιες νιφάδες! Ω! καημενούλη μου. Τι έχεις; Τι σου συμβαίνει; Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι!
Εκείνος σκουπίζει τη μύτη του. Τη ρουφάει καλά – καλά και της λέει με παραπονιάρικο ύφος.

Το έλατό μας. Κοίτα το. Είναι άδειο. Δεν έχει στολίδια. Ούτε αστέρι. Ούτε φωτάκια. Ούτε φάτνη. Ούτε χιόνι. Ούτε τίποτα. `Εφτιαξα όλα τα δώρα στο εργοστάσιο παιχνιδιών της Καισαρείας και δεν περίσσεψε τίποτα για το δέντρο μας. Με πήρε και ο Καλικατζαρούκος να μου πει ότι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στολίδια τώρα πια. `Ολοι έχουν κιόλας στολίσει τα δέντρα τους. Δεν έχουμε πια καμία ελπίδα να βρούμε και για μας κάτι. Κανείς δεν με σκέφτηκε εμένα. Κανείς δεν μ’ αγαπάει. Κι αμέσως ξεσπάει σε ακόμα πιο δυνατούς λυγμούς.
Η κυρά Βασιλική κλείνει τα αυτιά της γιατί είναι και λίγο παράφωνος ο άντρα της. Μετά τον χαϊδεύει στο σκουφί του, του σκουπίζει τα μάτια και τη μύτη και του λέει.

Μα γι’ αυτό σκας `Αγιε μου Βασίλη; Μα τους χίλιους τάρανδους, αυτό δεν το περίμενα. `Ελα, φάε ένα μελομακάρονο να γλυκαθείς κι άκου προσεχτικά τι θα σου πω. Δίνει ένα μελομακάρονο στον `Αγιο Βασίλη, ο οποίος καθώς το τρώει λέει μπουκωμένος…
Μήπως έχεις κι έναν κουραμπιέ;
Καλέ μου `Αγιε Βασίλη. Ξέρω πόσο καλός είσαι και πόσο αγαπάς όλα τα παιδιά του κόσμου. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο βάζεις τα δυνατά σου να τα ευχαριστήσεις με τα υπέροχα δώρα σου. Ξέρω επίσης πόσο κουράζεσαι κάθε φορά για να φτιάξεις τόσα δώρα, να διαβάσεις όλα τα γράμματα των παιδιών και να φτιάξεις τη λίστα μ’ αυτά που ζητάει το καθένα. Ιδίως φέτος που γεννήθηκαν ένα σωρό ακόμη παιδάκια, οι υποχρεώσεις σου διπλασιάστηκαν. Όμως μην νομίζεις ότι δεν σ’ αγαπάει κανείς και δεν αναγνωρίζει το έργο που κάνεις. Και για να στο αποδείξω σου έχω μια έκπληξη.
Η κυρά Βασιλική που τόση ώρα μιλούσε, δεν είχε καταλάβει ότι ο `Αγιος Βασίλης από την κούραση και την στενοχώρια του είχε βυθιστεί σε ύπνο. Μόλις άκουσε όμως το ροχαλητό του, γέλασε σιγά και χωρίς να κάνει θόρυβο σηκώθηκε και πήγε δίπλα στο τζάκι όπου εκεί υπήρχε ένα τσουβάλι. Το πήρε και πήγε προς το παράθυρο.

Παιδάκιααα, παιδιά μου, ελάτε μέσα, προτού ξεπαγιάσετε.
Μπαίνουμε στο σπίτι όλοι χαρούμενοι αλλά πρέπει να κάνουμε ησυχία. Η κυρά Βασιλική μας εξηγεί ότι μας είδε από την αρχή που φτάσαμε έξω από το παραθύρι της και μας ξέρει όλους από το junior, όπου μας διαβάζει συνέχεια.

Σε όλους μας δίνει από ένα γλυκό φιλάκι και μας κερνάει από ένα μελομακάρονο. Μετά, φέρνει ένα μεγάλο πράσινο τσουβάλι και λέει στα γρήγορα ότι έχει φτιάξει από χρυσόχαρτο και ασημόχαρτο ένα σωρό αστεράκια που τα είχε για να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους. Είναι όμως πολλή χαρούμενη που βρεθήκαμε κοντά της αυτή τη στιγμή γιατί θα την βοηθήσουμε να στολίσει το έλατο.

Πραγματικά λοιπόν, μας δίνει από ένα αστεράκι και χωρίς να κάνουμε τον παραμικρό θόρυβο, πάμε πατώντας στις μύτες των ποδιών μας και κρεμάει ο καθένας από μας το δικό του αστεράκι. Η κυρά Βασιλική, στο τέλος βάζει γύρω – γύρω όμορφα λαμπιόνια που είχε από πέρυσι. Είμαστε όλοι πολύ χαρούμενοι και τα παιδάκια είναι καταπληκτικά.

Μόλις τελειώνουμε το στολισμό του δέντρου η κυρά Βασιλική βάζει με προσοχή ένα μεγάλο αστέρι στο χέρι του `Αγιου Βασίλη και προτρέπει όλα τα παιδιά να πουν με μια φωνή: «Αγιε μας Βασίλη ξύπνααα!»

Πραγματικά λοιπόν, τα καλά παιδάκια φωνάζουν τόσο δυνατά που ο Αγιος Βασίλης πετάγεται όρθιος, κρατώντας, χωρίς να το έχει καταλάβει, το αστέρι στο χέρι του, ενώ από την τρομάρα του λέει διάφορες ασυναρτησίες:

Ποιος είναι; Τι συμβαίνει; `Όχι, δεν το έκλεψα εγώ το μελομακάρονο από το μπολ. Ο τάρανδος το έφαγε…
Καλέ τι λες; `Ονειρο έβλεπες; του λέει η κυρά Βασιλική προσπαθώντας να τον συνεφέρει.
Τότε ο `Αγιος Βασίλης μας βλέπει όλους μπροστά του και ξαφνιάζεται.

Μα τι συμβαίνει; Πώς βρεθήκατε εσείς εδώ, μας ρωτάει.
Γεια σου `Αγιε Βασίλη,
φωνάζουν τα παιδάκια όλα μαζί, θαρρετά ενώ εγώ ντρέπομαι λιγάκι και δεν βγάζω μιλιά.

Είδες που σου είπα ότι δεν πρέπει να στενοχωριέσαι χωρίς λόγο;. Σου φυλούσα μία έκπληξη. Να την λοιπόν. Τα βλέπεις αυτά τα πολύ καλά και γλυκά παιδιά εδώ μπροστά σου; `Ηρθαν για σένα. Να σου φέρουν χαρά γιατί σε αγαπάνε πολύ και δεν θέλουν να σε βλέπουν στενοχωρημένο. Ορίστε! Κοίτα τι έκαναν. Στόλισαν το δέντρο μας.
Το δέντρο μας; Ποιο δέντρο μας; ρωτάει φανερά απορημένος ο `Αγιος Βασίλης.
Αυτόοο , φωνάζουν τα παιδάκια και δείχνουν με το δαχτυλάκι τους το έλατο δίπλα το τζάκι.
Ο `Αγιος Βασίλης γυρίζει και βλέπει το όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτο στολίδια.

Κι αυτό που κρατάς στα χέρια σου είναι η κορφή που θα την βάλεις εσύ για να είναι πανέτοιμο, λέει η κυρά Βασιλική.
Ο `Αγιος Βασίλης κοιτάζει το χέρι του και έκπληκτος βλέπει το μεγάλο αστέρι. Τα παιδάκια γελάνε, το ίδιο κι εγώ. Φανερά συγκινημένος, πλησιάζει στο έλατο ενώ πάλι αρχίζει να ρουφάει τη μυτούλα του. Βάζει με προσοχή την κορφή ψηλά στο δέντρο και η κυρά Βασιλική το καλώδιο στην πρίζα. Τα φωτάκια ανάβουν και το δέντρο φαντάζει εκπληκτικό. Τότε τα παιδάκια κι εγώ χτυπάμε παλαμάκια ενώ ο `Αγιος Βασίλης αγκαλιάζει τρυφερά από τους ώμους τη γυναίκα του. Βάζει ξανά τα κλάματα (όπου μας ξεκουφαίνει λιγάκι αλλά είναι τόσο γλυκούλης. Μου φαίνεται πως θα κλάψω κι εγώ… Σνιφ.):

Σ’ ευχαριστώ αγαπημένη μου κυρά Βασιλική. Και σας παιδάκια σας ευχαριστώ πολύ. Είμαι πολύ χαρούμενος τώρα, και αυτό οφείλεται σε όλους εσάς. Με κάνατε πολύ ευτυχισμένο.
Εκείνη την ώρα η κυρά Βασιλική μας φωνάζει όλους να πάμε κοντά τους κι εκείνη πηγαίνει τρέχοντας σχεδόν στο κασετόφωνο και βάζει το τραγούδι «Ω! έλατο». Δυναμώνει την ένταση, πλησιάζει πάλι κοντά μας και χαρούμενοι όλοι μας τραγουδάμε δυνατά «Ω! έλατο, ω! έλατο, μ’ αρέσεις πώς μ’ αρέσεις…»
 
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #23
« στις: Δεκέμβριος 19, 2007, 20:56:06 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης


Ο Ολυμπιονίκης Χρόνος

Ο νέος χρόνος που σε λίγο θα ξημέρωνε δεν ήταν ένας χρόνος σαν τους άλλους. Φορούσε αθλητική φόρμα και λαστιχένια παπούτσια.
Ερχόταν από πολύ μακριά και διέσχιζε όλον τον κόσμο τρέχοντας. Κρατούσε μια δάδα με την ολυμπιακή φλόγα της Ειρήνης και της Συμφιλίωσης των λαών στο χέρι του.

΄Ηταν δυνατός κι όμορφος σαν αρχαίος ΄Ελληνας θεός. Απ'όπου κι αν περνούσε, σε κάθε του βήμα, φύτρωνε ένα λουλουδάκι.

Οι ξένες πόλεις με τους δρόμους και τα μονοπάτια που διέτρεξε, είχαν γίνει ένας απέραντος ολάνθιστος κήπος πίσω του. Σε λίγο, ο Ολυμπιονίκης χρόνος θα έφτανε έξω από την πύλη της δικής του μάνας πόλης που τον γέννησε, της Αθήνας.
Μόλις την αντίκρυσε από μακριά, υγράνθηκαν τα μάτια του.
Η μητέρα Αθήνα στεκόταν μπροστά στην πόρτα της γιαγιάς Ελλάδας και τον περίμενε με μια ολάνοιχτη αγκαλιά. Δίπλα της έστεκε μια άλλη γυναίκα, πιο νέα, η Αρετή. Ο Ολυμπιονίκης χρόνος παντρεύτηκε την Αρετή από πολύ μικρός. Οι δυό τους ήταν αχώριστοι, ώσπου η Αρετή του χάρισε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την ΄Αμιλλα. Ο Ολυμπιονίκης χρόνος έπαιρνε πάντα μαζί του στην προπόνηση την ΄Αμιλλα.

Την έδειχνε με καμάρι στους έλληνες συναθλητές του μέσα στο στάδιο και όλοι την αγάπησαν και την είχαν για γούρι όταν αγωνίζονταν μεταξύ τους ή με αθλητές ξένων χωρών. Η ΄Αμιλλα μόλις αντίκρυσε τον μπαμπά της το χρόνο να έρχεται από μακριά, άφησε το χέρι της Αρετής που την κρατούσε κι έτρεξε προς αυτόν.
Ο χρόνος την πήρε στο άλλο χέρι και τη σήκωσε δίχως να σταματήσει να τρέχει.
Με την ΄Αμιλλα της Αρετής λοιπόν στο αριστερό χέρι και με τη δάδα της Ειρήνης στο δεξί, ο Ολυμπιονίκης χρόνος πέρασε την πόρτα της γιαγιάς Ελλάδας κι έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας Αθήνας. Οι καμπάνες όλου του κόσμου σήμαιναν 12 ακριβώς. "Καλώς ήρθες Ολυμπιονίκε χρόνε!". Οι ζητωκραυγές ντυμένες γιορτινά καλοσώριζαν με ενθουσιασμό τον Ολυμπιονίκη χρόνο, ενώ τα σκανταλιάρικα πυροτεχνήματα χοροπηδούσαν σαν τρελλά ολόγυρα κι έβαφαν σαν τέμπερες τον ουρανό.

Η κυρία Υποδοχή στολίστηκε με ροδοπέταλα κι ήρθε μαζί με τη φίλη της τη Γιορτή που φορούσε σκουλαρίκια σημαιάκια. Στην εξέδρα των επισήμων η γιαγιά Ελλάδα και δίπλα της η Υπερηφάνεια, η Θέληση, η Επιμονή και η Πίστη. Πιο πίσω στέκονταν καμαρωτά το Πείσμα, το Θάρρος και η Προσπάθεια. Ο Ολυμπιονίκης χρόνος γονάτισε ευλαβικά μπροστά τους. "Σας ευχαριστώ. Δίχως εσάς δεν θα κατάφερνα να γυρίσω πίσω νικητής", είπε και η μητέρα Αθήνα έκανε ένα νόημα στην Εναρξη που περίμενε πίσω από την εξέδρα.

Η Εναρξη με τη σειρά της χτύπησε τα χέρια της κι είπε "πάμε".

Η κυρία Μουσική με τα γυαλιά που περίμενε δίπλα από την εξέδρα, φύσηξε τις νότες της κι αυτές σκορπίστηκαν στον αέρα σαν φυσαλίδες. Τότε δύο ψηλές γυναίκες, η Τελετή και η Επισημότητα που φορούσαν άσπρες χλαμίδες, προχώρησαν αργά προς το μέρος του. "Καλώς ήρθες γυιέ μου Ολυμπιονίκε χρόνε", είπε η γιαγιά Ελλάδα, που παρόλα τα χρονάκια της, στεκόταν αγέρωχη δίπλα στην Υπερηφάνεια.
Οι φωνές τραγούδησαν τον Ολυμπιακό ΄Υμνο. ΄Ένα γλυκό κοριτσάκι, η Συγκίνηση, ήρθε και του έβαλε δυό δάκρυα στα μάτια κι ετοίμασε άλλα δύο. Από ένα βουνό ψηλά παρακολουθούσε σιωπηλά η κυρία Ιστορία.

΄Υστερα η γιαγιά Ελλάδα τον στεφάνωσε με ένα δάφνινο στεφάνι, έτσι όπως στεφάνωνε τους νικητές, τότε που την έλεγαν Αρχαία Ελλάδα.
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #24
« στις: Δεκέμβριος 19, 2007, 21:03:18 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #25
« στις: Φεβρουάριος 16, 2008, 12:47:38 μμ »
Lia_P
Επισκέπτης
                                        Η ιστορία του Αρλεκίνου

 Μια φορά κι έναν καιρό στην πόλη με τις γόνδολες, τη Βενετία, ζούσε ένα φτωχό παιδάκι, ο Αρλεκίνος. Τις μέρες της Αποκριάς, στη Βενετία γιορτάζουν το καρναβάλι με παρελάσεις και γιορτές. Όλοι ντύνονται μασκαράδες και κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους γλεντάνε μέχρι το πρωί.

Ο μικρός Αρλεκίνος, κάθε απόγευμα, καθόνταν στο παράθυρο, έβλεπε τους γελαστούς μασκαράδες που περνούσαν παρέες παρέες κάτω από το σπίτι του και μερικές φορές ένα δάκρυ κυλούσε στο μαγουλάκι του.  Θυμόταν πώς ντυνόταν κι αυτός μασκαράς μαζί με τον πατέρα του και τη μητέρα του και κάνανε βόλτες στην πλατεία το Αγίου Μάρκου με τα περιστέρια.  Τώρα πια όλα ήταν διαφορετικά ! Ο πατέρας είχε πεθάνει και η καημένη η μητέρα του με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να πληρώνει τα έξοδά τους.  Σκούπιζε, λοιπόν, το δάκρυ του και χαιρετούσε τους γελαστούς μασκαράδες που του φώναζαν να κατέβει μαζί τους στο γλέντι.

Η μαμά του είδε το κρυφό δάκρυ του Αρλεκίνου και ανέβηκε στη σοφίτα αποφασισμένη να βρει κάτι, έστω κι ένα παλιό ρούχο, για να μασκαρέψει το λυπημένο παιδί της. Κάτι μικρά κουρελάκια από υφάσματα της έδωσαν την ιδία ! Τα μάζεψε όλα, πήρε τα ραφτικά της και δούλεψε  μέχρι το πρωί. Ένωσε τα μικρά κομματάκια, έκανε ένα μεγάλο πολύχρωμο πανί και μ’ αυτό έραψε μια φανταχτερή στολή, που άλλη δεν είχε ξαναγίνει !
Ξύπνησε χαρούμενη το Αρλεκίνο και τον έντυσε με τη στολή. Φούντωσε τα κατσαρά καστανά μαλλάκια του παιδιού και, σαν τελευταία πινελιά, άνοιξε δυο τρύπες με το ψαλίδι της σε μια μαύρη βελούδινη λωρίδα και την έδεσε στα μάτια του παιδιού για μάσκα ! Το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο !

Ευτυχισμένος ο Αρλεκίνος, με τα δάκρυα απ’ τα παράπονα να λάμπουν στα ματάκια του, έδωσε ένα σκαστό φιλί στη μανούλα του και έτρεξε στην πλατεία.
Τα πυροτεχνήματα έλαμπαν στον ουρανό και τα παιδιά μάζευαν καραμέλες και σοκολάτες που  πετούσαν οι άρχοντες από τα μπαλκόνια.
Όταν έφτασε στην πλατεία ο Αρλεκίνος, όλοι θαύμαζαν τη φορεσιά του, κι εκείνος χαρούμενος άρχισε να χορεύει χωρίς να φανερώνει ποιος είναι.
-   Ποιος είσαι; τον ρωτούσαν πολλοί. Είσαι από τη Βενετία; Που αγόρασες αυτή τη θαυμάσια στολή;

Ο Αρλεκίνος χαμογελούσε και κρατούσε καλά φυλαγμένο το μυστικό του, ώσπου μια κοπελίτσα τού άρπαξε τη μάσκα.
-   Είναι ο Αρλεκίνος ! φώναξαν κάποιοι ξένοι.
-   Αυτός είναι ο βασιλιάς του καρνάβαλου, φώναξαν όλοι μαζί και του πρόσφεραν φρούτα και γλυκά χορεύοντας χαρούμενοι γύρω του.
Ο Αρλεκίνος χόρεψε ξέφρενα όλη νύχτα και το πρωί γύρισε στο σπίτι του φορτωμένος με γλυκά.

Ένας χρόνος πέρασε.  Την επόμενη χρονιά, μόλις πλησίαζε η Αποκριά, όλοι έτρεξαν στη μητέρα του Αρλεκίνου και πλήρωναν όσο όσο για να ράψουν μια πολύχρωμη φορεσιά αρλεκίνου!

Καταγράφηκε
 
Απάντηση #26
« στις: Ιανουάριος 22, 2010, 07:07:43 πμ »
mariaZ Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 3.929
Μέλος από: Ιούν, 2009

Προφίλ
Να μαι κι εγώ. Θέλω να σας πω οτι με έχετε βοηθήσει πολύ στο θέμα της κόρης μου με διάφορα site που μου έχετε προτείνει εκπαιδευτικά κλπ. Θα εκτιμούσα ιδιαίτερα αν θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε σε αυτό το θέμα ιστορίες του τόπου μας παραδοσιακές ή κάποια παραμύθια ή ιστορίες που σας έχουν διηγηθεί παππούδες και γιαγιάδες γιατί θέλω πραγματικά το  project που θα πραγματοποιήσουμε με το παραμύθι να είναι μοναδικό.Ευχαριστώ πολύ πολύ  rose
Κι εγώ θα ξεκινήσω με την ιστορία του Αγ. Πέτρου που μου την έλεγε συχνά ο παππούς μου και μου αρεσε πολύ .
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #27
« στις: Ιανουάριος 27, 2010, 17:51:50 μμ »
mariaZ Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 3.929
Μέλος από: Ιούν, 2009

Προφίλ
Το παιδι που γεννηθηκε μεσα στην πετρα

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μέρος χίλια και δύο βασίλεια πιο μακριά από εδώ έγινε ένα πραγματικά θαυμαστό γεγονός. Γεννήθηκε ένα παιδί, αλλά όχι όπως συνήθως γεννιούνται τα υπόλοιπα παιδιά. Το παιδί αυτό γεννήθηκε μέσα σε μία πέτρα. Την ίδια μέρα σε ένα άλλο σπίτι του χωριού γεννήθηκε και ένα άλλο παιδί, η δικιά το όμως γέννηση δεν είχε κάτι το διαφορετικό. Όπως ήταν φυσικό το παιδί που γεννήθηκε μέσα στην πέτρα τράβηξε από νωρίς την προσοχή όλων των κατοίκων του βασιλείου. Το βασίλειο αυτό ήταν ένα βασίλειο γερόντων καθώς δεν υπήρχαν παιδιά. Τα μόνα παιδιά που υπήρχαν ήταν το παιδί της πέτρας και το φυσιολογικό παιδί. Έτσι θέλοντας και μη τα δύο παδιά έκαναν πολύ παρέα μαζί μιας και δεν υπήρχαν άλλα άτομα της ηλικίας τους.

Η πέτρα που περιέβαλλε το αγόρι βρισκόταν στη μέση του χωριού. Μέσα στην πέτρα το παιδί ένιωθε το κρύο, τη ζέστη, άκουγε το φύσημα του αέρα και τους ανθρώπους να περνούν, αλλά δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να δει τι υπήρχε γύρω από την πέτρα. Ακόμα, η φωνή μέσα από την πέτρα δεν ήταν πολύ δυνατή και για να τον ακούσει κάποιος έπρεπε να βάλει το αυτί του πάνω της.
Αν και αρχικά η εμφάνιση του παιδιού είχε προξενήσει μεγάλη περιέργεια στους κατοίκους του βασιλείου σταδιακά όλοι το ξέχασαν και κανείς δεν ενδιαφερόταν πια για αυτό. Όλοι το είχαν ξεχάσει, όλοι εκτός από το παιδί που είχε γεννθεί την ίδια μέρα με αυτό. Οι δυο τους είχαν γίνει πάρα πολύ καλοί φίλοι. Το ένα το παιδί ψιθύριζε πάνω στην πέτρα και το άλλο απαντούσε μέσα από αυτή. Το παιδί της πέτρας δεν μπορούσε να ξέρει ότι υπήρχε ουρανός, σύννεφα, ήλιος, δεν μπορούσε να ξέρει ότι άλλες μέρες ήταν πιο σκοτεινές και άλλες πιο φωτεινές, δεν μπορούσε να ξέρει ότι υπάρχουν χρώματα και μυρωδιές και ότι άλλα είναι πιο ωραία και άλλα λιγότερο. Το παιδί μέσα από την πέτρα ωστόσο έβλεπε και ένιωθε τον κόσμο μέσα από τα λόγια του άλλου παιδιού. Τον άκουγε να είναι χαρούμενος όταν έλεγε ότι η μέρα ήταν φωτεινή και τον άκουγε να είναι λιγότερο ζωηρός τις μέρες που έλεγε ότι η μέρα ήταν σκοτεινή. Με τον τρόπο αυτό, ερμηνεύοντας τα συναισθήματα του φίλου του, ερμήνευε ταυτόχρονα και τον κόσμο γύρω του. Ερμήνευε τις λέξεις και τη σχέση τους με το γύρω κόσμο.

Μέρα με τη μέρα, η φιλία των δύο παιδιών γινόταν όλο και μεγαλύτερη, όλο και δυνατότερη. Τα δύο παιδιά όμως δεν το καταλάβαιναν ότι μέρα με τη μέρα δένονταν όλο και περισσότερο. Δε καταλάβαιναν τι σημαίνει πραγματική φιλία. Μάλιστα η πραγματική φιλία ήταν το μόνιμο όνειρο του παιδιού που γεννήθηκε την ίδια μέρα με το παιδί της πέτρας. Το παιδί αυτό ονειρευόταν μία πραγματική φιλία. Τη φιλία αυτή την είχε ταυτίσει με μία φιλία όπου ο φίλος θα ήταν ένας άνθρωπος φυσιολογικός που να μην ζει σε καμία πέτρα ή κάτι. Που να μπορεί να βλέπει και να περπατά σαν και αυτό. Αγαπούσε το παιδί της πέτρας, αλλά δεν μπορούσε να πει ότι είναι φίλος του γιατί είχε ακούσει ότι οι πραγματικοί φίλοι έχουν πολλά κοινά και ότι πάνε μαζί βόλτες και ζουν φανταστικές περιπέτειες. Με το παιδί με την πέτρα όμως το μόνο κοινό που είχαν ήτνα η φωνή. Άλλωστε σε τι άλλο να μοιάαζει μία πέτρα και ένα παιδί. Όπως, όμως είπαμε και προηγουμένως στο βασίλειο αυτό δεν υπήρχαν άλλα παιδιά για να τα κάνει φίλους του. Έτσι κάθε μέρα παρακαλούσε στην προσευχή του να του δοθεί η ευκαιρία να φύγει μακριά από αυτό το βασίλειο και να μπορέσει να γνωρίσει ένα πραγματικό φίλο όπως ακριβώς τον είχε φανταστεί και άκουγε να τον περιγράφουν οι υπόλοιποι άνθρωποι.

Κάποια μέρα ενώ έλεγε για ακόμα μια φορά την ίδια προσευχή, ένα θαύμα πραγματοποιήθηκε. Ξαφνικά πίσω στην πλάτη του φύτρωσαν δύο μεγάλα και πανέμορφα φτερά. Όπως είναι φυσικό στην αρχή ξαφνιάστηκε, αλλά στην συνέχεια κατάλαβε ότι το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα. Επιτέλους θα μπορούσε να φύγει από το βασίλειο και να γνωρίσει την πραγματική φιλία.
Πετούσε για πολλές μέρες μέχρι που είδε από ψηλά μία πολιτεία πάρα πολύ μεγάλη, γεμάτη ανθρώπους κάθε ηλικίας. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη προσγειώθηκε και άρχισε να ψάχνει για ένα φίλο. Ήταν πάρα πολύ αστείος. Πήγαινε σε κάθε άνθρωπο που το ανάστημά του ταίριαζε με την εικόνα του τέλειου φίλου που είχε στο μυαλό του και του ζητούσε να γίνει φίλος του. Όλοι οι κάτοικοι αυτής της πολιτείας δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν έβλεπαν τα μεγάλα φτερά που είχε και πίστευαν πως ήταν κάποιος άγγελος. Έτσι όχι μόνο δέχονταν να γίνουν φίλοι του, αλλά τον παρακαλούσαν γιατί πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσαν πλούτοι και δόξα.

Για αρκετές μέρες ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων ακουλουθούσε το παιδί με τα φτερά, σιγά σιγά όμως κουράστηκαν να κάνουν το φίλο του και να μην έχουν οι ίδιοι καμία ωφέλεια. Γι αυτό το λόγο ζήτησαν από το παιδί να κάνει ένα θαύμα για να βεβαιωθούν για τις αγγελικές του δυνάμεις. Του ζήτησα να εμφανίσει ένα μεγάλο πιθάρι γεμάτο χρυσάφι. Τότε το παιδί τους εξήγησε ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα απλό παιδί με φτερά. Από εκείη τη στιγμή, όταν κατάλαβαναν ότι από αύτή τη φιλία δεν θα κέρδιζαν τίποτα τον άφησαν όλοι. Πλέον κανείς δεν τον ακολουθούσε, κανείς δε μιλούσε μαζί του, κανείς δεν του έδινε σημασία.
Το παιδί στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, κάθισε πάνω σε μία μεγάλη πέτρα και άρχισε να κλαίει. Τότε αυθόρμητα έγειρε πάνω στην πέτρα και άρχισε να της ψιθυρίζει όλα όσα έπαθε, ακριβώς όπως έκανε στην πέτρα που μέσα της βρίσκονταν το άλλο παιδί. Όταν σταμάτησε να λέει όλα όσα είχε τραβήξει έβαλε το αυτί του πάνω στην πέτρα και περίμενε να ακούσει ένα λόγο παρηγοριάς. Κατάλαβε όμως ότι αυτή ήταν μία απλή πέτρα. Κατάλαβε ακόμα πόσο του είχε λείψει το παιδί της πέτρας. Κατάλαβε ότι η πραγματική φιλία δε βρισκόταν πουθενά αλλού παρά μέσα σε μία πέτρα.

Στην άλλη άκρη της γης το παιδί της πέτρας ήταν ολομόναχο. Έκλαιγε ασταμάτητα και φώναζε το όνομα του φίλου του, αλλά καμία απάντηση. Για μέρες η μοναδική του συντροφιά ήταν ο ίδιος του ο εαυτός και δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τόσο μεγάλη μοναξιά. Έκλαψε τόσο πολύ που το δάκρυ του είχε ποτίσει ολόκληρη τη μεγάλη πέτρα που τον περιέβαλε. Τόσο πολύ ήταν το δάκρυ που τα πουλάκια σταματούσαν πάνω στην πέτρα για να πιουν. Ξαφνικά άκουσε ένα παράξενο θόρυβο. Ένιωσε να ξεκολλάει ολόκληρος και να πετά ψηλά στον ουρανό. Απόρησε για μια στιγμή, αλλά αμέσως άκουσε τη πιο γνώριμη φωνή στον κόσμο για αυτόν και κατάλαβε ότι τον είχε αγκαλιάσει ο φίλος του και ότι απ τη χαρά του τον είχε ταβήξει ψηλά στον ουρανό. <<Βρήκες φίλο;>> τον ρώτησε. <<Ο μόνος μου φίλος είσαι εσύ>> του απάντησε. Ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή. Το παιδί με τα φτερά να έχει αγκαλιάσει το παιδί της πέτρας και να πετάνε μαζί μεταφορικά και κυριολεκτικά από χαρά στον ουρανό. Η στιγμή αυτή όμως κόπηκε με μιας. Η πέτρα όπως είπαμε είχε βραχεί γύρω, γύρω από το κλάμα του αγοριού και έτσι γλιστρούσε πάρα πολύ. Χωρίς να το καταλάβει το παιδί με τα φτερά την χάνει από τα χέρια του και η πέτρα με το φίλο του άρχισαν να πέφτουν με δύναμη κάτω. Έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε μέχρι που το φτερωτό παιδί την έχασε από τα μάτια του. Ένας μεγάλος κρότος ακούστηκε μόλις έπεσε η πέτρα. Φοβήθηκε ότι είχε χάσει τον μόνο πραγματικό φίλο που είχε και έτρεξε να δει τι είχε γίνει.
Μετά το φοβερό αυτό χτύπημα η πέτρα άνοιξε στα δύο και το παιδί βγήκε από μέσα της για πρώτη φορά στη ζωή του. Κοίταξε στον ουρανό και είδε το φίλο του να κατεβαίνει γεμάτος ανησυχία. Αγκαλιάστηκαν για ακόμη μια φορά και έκλαψαν από χαρά και συγκίνηση. <<Βλέπω και όλα είναι ακριβώς όπως μου τα είπες>> είπε το παιδί της πέτρας. <<Ότι είπες είναι όλη μου η ζωή>> απάντησε το φτερωτό παιδί.

Τα δυο παιδιά πιάστηκαν χέρι χέρι και μαζί κατάφεραν να γίνουν βασιλιάδες ενός μεγάλου βασιλείου. Παντρεύτηκαν και οι δυο τους με γυναικες αξιοζήλευτες στην ομορφιά και τη σοφία, έκαναν πολλά παιδιά και οι δυο τους και οι δύο οικογένειες έζησαν μαζί καλά και εμείς καλύτερα....

πηγη:
adamhbl.wordpress.com
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #28
« στις: Ιανουάριος 27, 2010, 17:57:13 μμ »
linmak88 Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε! Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 1.288
Μέλος από: Οκτ, 2009

Προφίλ
Τι τρυφερό....
Καταγράφηκε


Πριν τα μάτια κλείσω, θα ξαναζητήσω να με πάρεις λίγο μακρυά....
 
Εκτύπωση  Σελίδες « 1 2 Πάνω