GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
Καλώς ορίσατε, Επισκέπτης. Παρακαλούμε συνδεθείτε ή εγγραφείτε.

Σύνδεση με όνομα, κωδικό και διάρκεια σύνδεσης
Απρίλιος 25, 2024, 18:39:05 μμ
+  GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
|-+  Διασκέδαση και Ψυχαγωγία (εκτός κουζίνας)
| |-+  Βιβλίο, ποίηση και λογοτεχνία
| | |-+  ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΝΕΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ)
Σύνθετη αναζήτηση
  0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Σελίδες 1 Κάτω
Αποστολέας
Θέμα: ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΝΕΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ)  (Αναγνώστηκε 25994 φορές)
« στις: Φεβρουάριος 18, 2011, 22:42:58 μμ »
TSIGKOS59 Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Ανδρας
Μηνύματα: 1.426
Μέλος από: Ιούν, 2010

Προφίλ


                                                         ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΝΕΣ

Πολύ καιρό είχα να ‘δω το φίλο μου το Δημήτρη και τον αποθύμησα, φίλος παλιός και καλός γείτονας, μερακλής και γλεντζές, έχουμε κάνει  πολλές παρέες και ξενύχτια μαζί, να τρώμε, να πίνουμε και να χορεύουμε ως το πρωί αλλά από τότε που πήρε τη σύνταξη αποτραβήχτηκε στο χωριό του τις Αρχάνες. Τώρα τελευταία χαθήκαμε ολότελα, πες οι δουλειές, πες οι οικογενειακές υποχρεώσεις, τα κοπέλια, δεν βλεπόμαστε καθόλου, μόνο απ’ το τηλέφωνο τα λέμε, τον πήρα πάλι προχθές να τα ‘πούμε και με κάλεσε να πάω να τον ‘δω.
    Ετοιμάζομαι λοιπόν την Κυριακή πρωί-πρωί, παίρνω φρεσκοκομμένο καφέ που του αρέσει, και ζάχαρη γιατί τον πίνει γλυκό σερμπέτι, μπαίνω και σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και παίρνω μερικά καλούδια να μην πάω μ’ άδεια χέρια.
   Ανηφορίζω με το αυτοκίνητο τις κατάφυτες πλαγιές προς τις Αρχάνες.  Είναι αρχές του Σεπτέμβρη και ο καιρός έχει δροσίσει πια από τις κάψες του Αυγούστου που φέτος ήταν πολύ ζεστός  και με λιγοστά μελτέμια. Δεξιά κι αριστερά, τα μάτια μου δεν χορταίνουν να βλέπουν τους ατέλειωτους αμπελώνες να απλώνονται πέρα ως πέρα, με την πρωινή δροσούλα να είναι ακόμα καθισμένη απάνω στα ασημοπράσινα φύλλα τους που γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο. Δροσερό αεράκι μπαίνει απ’ το παράθυρο που μυρίζει αμπελόφυλλο και φρεσκοκομμένο βλαστό. Είναι η γνωστή μυρωδιά του αμπελιού. Τα εύφορα υψίπεδα και οι βορινές πλαγιές, ευνοούν την καλλιέργεια τους και τα μελτέμια, σαν φυσικό κλιματιστικό τα δροσερεύουν όλο το καλοκαίρι για να μη βράσουν τα σταφύλια τους.
    Οι τρυγητές έχουν ριχτεί με όρεξη στη δουλειά, να την αυγατίσουν τώρα που είναι πρωί, πριν τους πιάσει το λιοπύρι της μέρας. Φορτηγά πάνε κι έρχονται φορτωμένα άλλα με εργάτες κι άλλα με σταφύλια και γενικά, υπάρχει μια ζωηρή δραστηριότητα στην ύπαιθρο.
    Μετά από λίγη ώρα μπαίνω στις Αρχάνες, πλούσιο κεφαλοχώρι με αρχαία ιστορία από την εποχή του Μίνωα. Καμαρώνω τα αρχοντόσπιτα με τις αυλές που είναι σκεπασμένες με μπουκαμβίλιες και γιασεμάκια, ρέγομαι να θωρώ τα πλακόστρωτα σοκάκια με τους ιβίσκους και τις ακακίες. Όλοι οι δρόμοι κι οι γειτονιές πλημμυρίζουν μυρωδιά από το μούστο που βράζει, αφού όλοι σχεδόν οι νοικοκυραίοι θα γεμίσουν το βαρέλι τους.
   Μου άρεσε το σκηνικό του παραδοσιακού χωριού και ήθελα να το απολαύσω λίγο ακόμα, μιας και είχα ώρα, αφού σηκώθηκα νωρίς αν και Κυριακή, συνηθισμένος από το καθημερινό ξύπνημα. Κάθομαι λοιπόν σε ένα καφενείο στην όμορφη πλατεία να πιώ έναν καφέ παρέα με μερικούς
γερόντους  που είχαν απομείνει στο χωριό. Με καλημερίσανε όλοι μαζί, με κεράσανε όπως το καλεί το έθιμο και η κρητική παράδοση, και κουβε- ντιάσαμε για τη σοδιά και τον καιρό. Θυμήθηκα τις ωραίες βραδιές που έχω περάσει στα ταβερνάκια αυτής της πλατεία, παρέα με φίλους, σύντε- κνους, και συγγενείς. Εδώ έχω πιεί το πιο ωραίο κρασί, στυφό και κόκκι- νο σαν ρουμπίνι.

   Το χωριό είναι έρημο και άδειο, μόνο οι γέροι, τα σκυλιά και τα γατιά μείνανε να το φυλάνε, όλοι είναι στον τρύγο, είναι η εποχή που όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα και χωρίς αναβολές, γιατί ο καιρός περνάει  και ήδη έχει κάνει την πρώτη βροχή πριν δυο-τρείς μέρες και αν κάνει άλλη μία θα είναι καταστροφή για τα σταφύλια, οι βαθμοί τους θα πέσουν, οι ρόγες θα σκάσουν απ’ την υγρασία, θα σαπίσουν, και οι κόποι μιας ολόκληρης χρονιάς θα πάνε χαμένοι.
   Ευχαριστήθηκα τον καφέ στον παχύ ίσκιο της πλατείας, γέμισα τα πνευμόνια μου με χίλια δυο αρώματα απ’τα ρόδα και τα άνθη του χωριού και είπα, καλά μου είναι δα να πηγαίνω…
Δυο-τρεις γερόντισσες είχαν στήσει πηγαδάκι δίπλα στο αυτοκίνητο μου, είχαν ξεμείνει στο δρόμο με το αντίδωρο στο χέρι από την Κυριακάτικη λειτουργία και πιάσανε το λακιρντί, τις καλημέρισα και μπήκα πάλι στο δρόμο για τον προορισμό μου.


    Ανηφόριζα το δρόμο στους πρόποδες του Γιούχτα, οι τρυγητές ήταν πια καθισμένοι κάτω απ’ τις ελιές στον παχύ ίσκιο και παίρνανε το
κολατσιό τους. Μια παρέα με πέντε-έξι άντρες και γυναίκες καθόταν δίπλα στο δρόμο, είχαν στιβιάσει τα τελάρα με τα σταφύλια στην άκρη και περίμεναν το φορτηγό να τους πάρει. Ήταν ο Μαθιός με την παρέα του, ο ξάδερφος του Αρχανιώτη που έχουμε κάνει πολλές παρέες στο μετόχι του Δημήτρη  και σταμάτησα να τον χαιρετήσω.
  -Γειά σου ρε Μαθιό παλιόφιλε, του λέω, νωρίς-νωρίς εξεμπέρδεψες με τον τρύγο.
  -Καλώς το Νικόλα, μου λέει και συνεχίζει… ακόμα δεν εξεμπέρδεψα, ετούτο νε το τρυγούσαμε τρείς ημέρες, είχε μείνει λίγο και το αποτελειώσαμε, εδά  θα πάμε να τρυγήσουμε το μοσχάτο… εσένα ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε ωθ’ έπαε; Με ρώτησε.
  -Πάω ,να ‘δω τον ξάδερφο σου τον Δημήτρη, γιατί εχαθήκαμε ολότελα  και είπα δα σήμερο απου δεν  έχω ίντα  να κάμω, ας πάω μια βόλιτα να περάσει κι εμένα η μέρα μου. Του απάντησα.
 -Να του δώσεις χαιρετίσματα κι από ‘μένα, μου λέει, γιατί κι εμείς εχαθήκαμε , τον τελευταίο μήνα ήμαστε κάθε μέρα μέσα στ’ αμπέλια, και να του πεις εδά που θα τελειώσουμε με τον τρύγο και τσι μούστους, να κανονίσουμε ντελόγο ένα γενναίο τσιμπούσι στο μετόχι του. Ανήμενε  να σου δώσω λίγα σταφύλια για το σπίτι, μου λέει και πιάνει μια τσάντα, τη γεμίζει με ωραία διαλεχτά σταφύλια και μου τη δίνει.
 -Να ‘σαι καλά, του λέω, ‘φχαριστώ, αλλά δεν ήταν ανάγκη δα, άλλωστε θα με φιλέψει ο Δημήτρης. Πήρα τα σταφύλια, να μην τον προσβάλω, γιατί είναι ντροπή να μου προσφέρουν κάτι και να μην το δεχτώ, τους χαιρέτησα και έφυγα. 
    Μετά από δυο-τρεις ανηφόρες, κατηφόρες και στροφές, έφτασα επιτέλους στο κτήμα του Δημήτρη, στη ριζοβουνιά του Γιούχτα.

    Φαρδύ-πλατύ απλωνόταν σαν πράσινη φλοκάτη στη βορινή πλαγιά το αμπέλι και στην πάνω μεριά ήταν το μετόχι με τη μεγάλη αυλή.
   Μέσ’ τη μέση ήταν κι ο Αρχανιώτης όταν με είδε, χωσμένος μέσα στις φυλλωσιές  και σήκωσε τα χέρια του να με χαιρετήσει. Ψηλός, αδύνατος και ξερακιανός,  με το πρόσωπο σκαμμένο από τους χιονιάδες και τους καύσωνες τόσων χρόνων, όλη του την ημέρα  την περνάει μέσα σ’ αυτό το αμπέλι.
    Δουλευτής ακούραστος και άπιαστος τεχνίτης στα γεωργικά, έχει ελιές, βάζει μποστάνι με ντομάτες, αγγούρια, κολοκυθάκια, από λίγα κι απ’ όλα τα κηπευτικά. Το χειμώνα βάζει και λαχανόκηπο με μαρούλια, λάχανα, ραπανάκια, παπούλες  και χλωροκούκια, αλλά η αγάπη του και το μεράκι του, είναι αυτό το αμπέλι. Όλο το χρόνο το σκάβει, το κλαδεύει, το κουτσοκορφίζει και το ραντίζει με οικολογικά φάρμακα, να είναι πάντα καθαρό και νοικοκυρεμένο. Μα κι αυτό του ανταποδίδει την αγάπη του πλουσιοπάροχα, με τους εκλεκτούς του καρπούς και το μοναδικό κρασί. Όλες οι διαλεχτές ποικιλίες σταφυλιών είναι μέσα σ’ αυτό το αμπέλι, κοτσυφάλι, θραψαθύρι, μοσχάτο, λιάτικο και άλλες που δεν τις θυμάμαι.
   Τα πρωινά του καλοκαιριού, ρέγεται να περπατάει ανάμεσα στις αράδες, ξυπόλυτος και μισόγυμνος με ένα κοντοπαντέλονο, απλώνει τις χερούκλες του και χαϊδεύει τις φυλλωσιές, που είναι δροσερές από το αγιάζι. Τότε ένα μυστήριο  και ανεξήγητο φαινόμενο συμβαίνει.
   Μπορεί να είναι η ιδέα μου, μπορεί να είναι κι από την πρωινή αύρα, ένα παράξενο τρίξημο μαζί με θρόισμα ακούγεται μέσα στο αμπέλι, οι κουρμούλες ψηλώνουν από τη γη, οι βλαστοί τρέμουν και πλαγιάζουν προς το μέρος του να τις αγκαλιάσει, να αγγίξουν το μπέτι του  και αν κανένα φύλλο είναι κίτρινο ή ξερό, ή καμιά ρόγα είναι σάπια, πέφτουν στο χώμα, κι έτσι το αμπέλι, υπερήφανο και στολισμένο υποδέχεται τον κύρη του.

   Μαγεμένος αγνάντευα το φανταστικό τοπίο, έβαλα το χέρι μου κεραμίδι πάνω απ’ τα μάθια κι έβλεπα όλο το Ηράκλειο μέχρι απέναντι στην Ντία, το πετρωμένο θεριό που κείτεται ασάλευτο στη θάλασσα. Γυρίζω πίσω, σηκώνω το κεφάλι στο ιερό βουνό και βλέπω τον προαιώνιο θεό που κοιμάται στο προσκεφάλι του χιλιάδες χρόνια. Ρίγος και ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το κορμί. Συλλογιέμαι την ώρα που θα ξυπνήσει από την λήθη του αυτός ο πελώριος γίγαντας  και με πιάνει δέος. Η γης θα τρέμει και θα βουλιάζει, βράχια θα κατρακυλάνε και θα χάνονται στις χαράδρες, ο ουρανός θα σκοτεινιάσει θα βροντά και θα αστράφτει, τα ζώα θα τρέχουν τρομαγμένα να κρυφτούν στα λαγούμια τους, αλλά αυτό θα κρατήσει για λίγο, μετά όλα θα είναι ήρεμα και ήσυχα και μια νέα εποχή, λαμπρή και ένδοξη θα αρχίσει για όλους μας. Εγώ αυτό το πιστεύω και το περιμένω!

   Μ’ όλα αυτά να γυρίζουν στο μυαλό μου, έφτασε και ο Αρχανιώτης στην εμπασιά του αμπελιού να με υποδεχτεί.
 -Ίντα εγίνηκες μωρέ Νικολή, εχάθηκες ολότελα! Έλα, καλωσόρισες, μαύρα μάθια ήκαμα να σε ‘δω, μου λέει και μ’ αγκάλιασε και με φίλησε
σταυρωτά.
  Περπατήσαμε μια εικοσαριά βήματα μέχρι το μετόχι και καθίσαμε στην αυλή με τον παχύ ασκιανό. Μια κληματαριά φυτεμένη  μέσ’ τη μέση την είχε αγκαλιάσει πέρα ως πέρα, οι κληματσίδες γέρνανε γύρω-γύρω και  κόβανε τον πρωινό και απογευματινό ήλιο και τα σταφύλια, σαν
μωροκόπελα κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
   Άφησα το πεσκέσι μου στο τραπέζι και κάθισα.
 -Ίντα μου τά ‘φερες ετούτα νε μωρέ Νικολή, μου λέει, ποιος θα τα φάει; εκειά έχω ένα σωρό μέσα στο σπίτι που μου τα κουβαλούνε τα κοπέλια.
 …Λέγε ‘δα ίντα θα πιούμε καφέ γή ρακή;
 -Καφέ ήπια στην πλατεία, του λέω, μόνο φέρε τη ρακή να πιούμε κά’να δυο να φάμε και κανένα καλιτσούνι, γιατί η ώρα πέρασε και μέ ‘πιασε λιγούρα.
 -Εγώ εμαγειέρεψα κιόλας, μου λέει, Από χτες ήσφαξα ένα κουνέλι γιατί σε περίμενα και πρωί-πρωί απού ‘πινα τον καφέ τό ‘ψησα και τό ‘καμα στιφάδο απου σ’ αρέσει, σε μια ολιά που θα πεινάσουμε θα το φάμε.
  -Γιάντα  εχάθηκες από τη γειτονιά μπρε Δημήτρη; Τον ρώτησα, εγίνηκες καλά-καλά μετοχάρης.
  -Δεν κάνω μωρέ Νικολή στη χώρα, μου λέει, έπαε έχω ‘γω τσι φίλους μου, τα ξαδέρφια μου, πάω το βράδυ στο καφενείο και τα λέμε, παίζουμε κιαμιά μ’πρέφα γή τάβλι, έχω και τα γεωργικά μου, τα κουνέλια και περνά η μέρα μου, ίντα να κάθομαι δα να κάνω μέσα στο διαμέρισμα, να τσακώνομαι  με την κερά; …Ε, κατεβαίνω πότες-πότες να ‘δω τα ‘γγονάκια άμα κάμουνε πολλές μέρες να ‘ρθούνε, κάθουμαι μια-δυο μέρες και φεύγω.
   Τσουγγρίζαμε τα ποτηράκια και πίναμε τη ρακή, κόντεψε να φάμε τα καλιστούνια και αναστορούμασταν για τις παρέες και τα γλέντια που έχουμε κάνει σ’ αυτό το μετόχι.
    Χωρίς λόγο και αιτία, δίχως να είναι σκόλη ή γιορτή, έτσι για το κέφι μας και μόνο, όποτε μας βαραίνουν τα βάσανα και οι σκοτούρες της ζωής, πέφτουν τα τηλέφωνα και μαζευόμαστε όλοι εδώ. Τα ξεχνάμε όλα κι ερχόμαστε, τους χειμώνες καθόμαστε μέσα στο σπίτι στο τζάκι, και τα καλοκαίρια στη δροσερή αυλή. Άλλος κρατάει κρέας, άλλος γλυκά, άλλος σαλατικά, τυριά, ελιές μόνο κρασί που δεν φέρνει κανένας γιατί ο Αρχανιώτης το παίρνει σε προσβολή να έχει δυο-τρία βαρέλια στο κελάρι κι εμείς να βαστούμε το δικό μας. Κι αυτός, σαν καλός οικοδεσπότης, από νωρίς καθαρίζει και σκουπίζει καλά-καλά το σπίτι, ρίχνει νερά στην αυλή και στα πεζούλια να είναι δροσερά, μετά ανάβει τον ξυλόφουρνο να ψήσει το δικό του κέρασμα και κατά το βραδάκι ανάβει όλα τα φώτα μέσα-έξω και μας περιμένει.
    Σαν την πούλια λάμπει κι αστράφτει το μετόχι  από μακριά, σαν μοναστήρι που γιορτάζει, φεγγοβολάει στην σκοτεινή πλαγιά.
    Μα κι εμείς δεν καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια, μοιραζόμαστε τις δουλειές κι ο ένας θα πλύνει το κρέας, άλλος θα ανάψει φωτιά να το ψή-
σει, άλλος θα καθαρίσει τις πατάτες να τις τηγανίσει, άλλος θα κάνει τις σαλάτες και οι γυναίκες αναλαμβάνουν το στρώσιμο του τραπεζιού και το σερβίρισμα. Όλοι καλοσυνάτοι και χαμογελαστοί, άνθρωποι μπερεκέτι, πρόσχαροι και ευγενικοί, πάντα έχουν ένα καλό λόγο κι ένα αστείο να πειράξει ο ένας τον άλλο, καλοπροαίρετα για να γελάσουμε.

   -Σκώσου μπρε να πάμε μια βόλιτα στ’ αμπέλι να ξεμουδιάσουμε μια ολιά, μου λέει μια στιγμή για να αλλάξουμε την κουβέντα.
    Αυτός καθότανε στα καρφιά τόσην ώρα, ήθελε να μου δείξει το αμπέλι και δεν ήξερε πώς να το πει. Άμα έχει καλή σοδιά, καμαρώνει και κοκο-
ρεύεται, θέλει να το δείχνει σ’ όποιον έρχεται για να εισπράττει τα μπράβο και τους επαίνους, αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για τον κόπο και τον ιδρώτα του. Όταν όμως το κάνει ο διάολος να βρέξει δυο-τρείς φορές μέσα στον Αύγουστο, να η χολέρα, ο περονόσπορος και η σαπίλα, τότε ούτε να το βλέπει δε θέλει, δεν πατεί τα πόδια του μέσα, μόνο κατεβάζει τα μούτρα και δε μιλιέται.
  -Ξάνοιξε μπρε Νικολή επαέ να ιδείς σταφύλια, να! να! μού ‘λεγε και σήκωνε τις κλάδες με τα χέρια του. Κάτω απ’ τις πυκνές φυλλωσιές, ήταν σωροί-σωροί τα σταφύλια πεντακάθαρα και ζηλευτά. Μου τά ‘δειχνε και χασκογελούσε σαν κοπέλι.
   Στάθηκα λίγο και τα ‘ποκαμάρωνα, ήταν χοντρά και γυαλιστερά, άλλα κόκκινα σαν πορφύρα κι άλλα κίτρινα σαν κεχριμπάρι, στο λόγο μου, εγώ πιστεύω ότι μετά την ελιά, τούτος είναι ο πολυτιμότερος καρπός πάνω στη γη.
 -Μπράβο μπρε Δημήτρη, γεια στα χέρια σου, είσαι άξιος και μερακλής αγρότης, τού ‘λεγα κι εγώ, κι αυτός κόρδωνε από καμάρι κι υπερηφάνεια.
-Λέω δα να το κόψω ετούτη νε την εβδομάδα, ίντα λες καλά ν’του δεν είναι; Ρητορικά με ρώτησε.
  -Εσύ είσαι το αφεντικό, εσύ κατέχεις, του είπα.
   Περπατήσαμε ένα γύρο το αμπέλι μέχρι την κάτω μεριά στο δάμακα  που είναι η μεγάλη συκιά, φορτωμένη με μεγάλα άσπρα σύκα, φάγαμε
από δυο-τρία ο καθένας και μου λέει :
-Φτάνει δα, γιατί θα χορτάσουμε με τα σύκα και δε θα φάμε φαϊ. Γεμίσαμε τις χούφτες μας κι ανηφορίσαμε κατά το μετόχι… περάσαμε κι απ’ το μποστάνι και κόψαμε μερικές ντομάτες κι αγγούρια για τη σαλάτα

   Αυτοκίνητο ακούστηκε από το δρόμο και πόρτες να καταχτυπούν, ολόχαρος πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του ο Αρχανιώτης.
  -Ι! Ι! Ι! Ήρθανε τα κοπέλια ! Ήρθανε τα κοπέλια! Φώναζε κι έτρεχε σαν τον κουζουλό να τους υποδεχτεί.
   Ήταν η μεγάλη κόρη του με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους. Ήταν κι η γυναίκα του μαζί, έρχεται μια-δυο φορές την εβδομάδα να τον
‘δει, παραπάνω δεν μπορεί να μείνει γιατί νταντεύει τα εγγόνια, αφού η κόρη τους δουλεύει. Κρατούσανε κι ένα μεγάλο ταψί ψητό κι ήρθανε να το φάνε στην εξοχή, γιατί δεν τους κολλάει, λέει, κυριακάτικα να τρώνε στο σπίτι, θέλανε και τα εγγονάκια να ‘δούνε και τον παππού τους…
   Παίξανε πολύ ώρα, ο Αρχανιώτης κυλίστηκε χάμω με τα κοπέλια, αυτά τον καβαλικεύανε, του σέρνανε τα μαλλιά τη μύτη και τ’ αφτιά, πότε γελούσανε και πότε κλαίγανε, μέχρι που κουραστήκανε.  Ωστόσο, οι γυναίκες  στρώσανε το τραπέζι να φάμε.

   Παίρνει ο Αρχανιώτης μια μεγάλη καράφα από το ντουλάπι και μου λέει :
  -Πάμε δα να φέρουμε κρασί, να διαλέξεις εσύ ποιο σου αρέσει.
Κατεβήκαμε στο σκοτεινό κελάρι που ήταν γεμάτο με γεωργικά εργαλεία, ελαιοδίχτυα, σακιά, κοφίνια, μηχανήματα, όλα ταχτοποιημένα και
νοικοκυρεμένα  στη θέση τους, σκύβαμε κιόλας να μην κουτουλήσουμε τις αρμαθιές με τα κρεμμύδια, τα σκόρδα και τα ρόδια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι, μου δείχνει τρία βαρέλια στη σειρά και μου λέει :
   -Ποιο θες να πιούμε; ετούτο νε είναι ροζέ, το άλλο είναι κόκκινο.
   -Και το τρίτο; Ρωτώ κι εγώ.
   -Ασ’ το τρίτο, μου απαντάει, αυτό είναι άσπρο, το βάνω για την κερά μου γιατί το θέλει λέει νά ‘ναι αλαφρύ…  καλιά έχω ‘γω να μην πίνει καθόλου, μα τέλος πάντων.
   -Εμείς θα πιούμε από το κόκκινο που μας αρέσει, του πρότεινα.
Έσκυψε το βασανισμένο του κορμί, λύγισε σιγά-σιγά τα πόδια, γονάτισε στο πάτωμα, και γέμισε την καράφα από την κάνουλα, άμα σηκώθηκε έβγαλε ένα-δυο αναστεναγμούς και είπε :
-Όφου! Όφου! Εφαώθηκα ολότελα μωρέ Νικολή, δεν είμαι μπλιω άξιος για τίποτα, μούδε πόδια έχω, μούδε μέση, πράμα δεν επόμεινε.
  -Μα ίντα θα τα κάμεις ωστόσα νε κρασιά, μπρε Δημήτρη; Κι από βδομάδα θα ‘βάλεις’  και το φετινό !
  -Ίντα λες μπρε Νικολή, μου λέει, ετούτα να είναι άδεια, μια μ’πενηνταρά κιλά έχει το καθένα και ίσαμε να γενεί το φετινό  θα το πιούμε.
…Εγώ, το κρασί το ‘βάνω’ για να κερνώ τσι φίλους και τα κοπέλια μου, εγώ αμοναχός μου πόσο θα πιώ. Να το πίνετε χαλάλι και να σχωρνάτε του μακαρίτη του αδερφού μου, μού είπε και τα μάτια του βουρκώσανε, τα χείλια του κρεμάσανε, έτοιμος να κλάψει.
   Έχει χάσει τον αδερφό του πριν μια δεκαριά χρόνια και ο καημός του είναι αβάσταχτος, όποτε τον θυμηθεί η καρδιά του σπαράζει.
  -Τον σχωρνάμε εμείς και με το παραπάνω, με ωστόσο να κρασί που έχουμε πιεί, τον έχουμε πάει στον ουρανό … Χερουβείμ το νε κάμαμε του είπα και χαμογέλασα για να αλαφρύνω το κλίμα…

Φάγαμε, χορτάσαμε και το Θεό δοξάσαμε, ήπιαμε και όλο το κρασί σαν νεράκι, δροσερό όπως ήταν απ’ το κελάρι, και μετά ρίξαμε ένα ξεγυρισμένο ύπνο στα πεζούλια, που σείστηκαν τα θεμέλια του μετοχιού απ’ το ροχαλητό μας.
   Το απόγευμα ήπιαμε το καφεδάκι μας στον παχύ αέρα και κατά το βραδάκι ετοιμάστηκα να φύγω.
-Πάρε ετούτα νε να τα βαστείς στο σπίτι, μου λέει και μου δείχνει ένα κοφίνι γεμάτο με της γης τα γεννήματα. Αγγουράκια, ντομάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες, σταφύλια, και στην πάνω μεριά μισοχωμένα ξεπερισσεύανε δυο-τρία μπουκάλια με ρακή και κρασί.
-Ίντα ήκαμες έπαε μπρε Δημήτρη, του λέω, ποιος θα τα φάει ωστόσα νε θαρρείς πως έχω λόχο;
-Πάρε τα και μη μιλείς, μου λέει, ετούτα να είναι τση κοπριάς, δίχως  φάρμακα και λιπάσματα, στη χώρα δεν έχετε τέθοια, βάλε τα στο ψυγείο να περάσεις την εβδομάδα .
Πιάσαμε το κοφίνι ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη γιατί ήταν ασήκωτο, το βάλαμε στο αμάξι, χαιρετηθήκαμε κι έφυγα.

Άλλη μια μέρα ξημέρωσε και βράδιασε … συλλογούμαι στο γυρισμό. Μια μέρα αλλιώτικη, διαφορετική από τις άλλες, χωρίς άγχος, σκοτούρες
και υποχρεώσεις. Μακριά από τη βουή και την οχλαγωγία της πόλης. Ήσυχη, ήρεμη και ξένοιαστη, κοντά στη φύση και στην παράδοση, παρέα με φίλους πιστικούς, απλούς και αγνούς ανθρώπους που ξέρουν να τιμούν και να σέβονται την αληθινή φιλία, την οικογένεια και τις ανθρώπινες σχέσεις. Γέμισα τα πνευμόνια μου με οξυγόνο και δροσερή χλωροφύλλη και το μυαλό μου με σκηνές και εικόνες από την ύπαιθρο… να τις έχω να τις θυμάμαι, να κλείνω τα μάτια μου να τις αναπολώ όταν είμαι κουρασμένος και φορτωμένος από το άγχος και την καταπίεση της ζωής.

                                   

                                                                 Νίκος Τσίγκος
                                                                     Ηράκλειο
« Τελευταία τροποποίηση: Φεβρουάριος 18, 2011, 22:58:02 μμ από TSIGKOS59 » Καταγράφηκε
ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ
 
Εκτύπωση  Σελίδες 1 Πάνω