Χθες το απόγευμα μου ζήτησε η μαμά μου να την πάω στο super market να ψωνίσει μερικά πράγματα.
Περιδιαβαίνοντας τους διαδρόμους βρεθήκαμε μπροστά στον πάγκο του ψαρά, στον οποίο πάγκο μόλις είχε φτάσει ένα μεγάλο κιβώτιο.
Τι περιείχε το κιβώτιο?
Καβούρια... και μάλιστα ολοζώντανα και τεράστια.
Με το που ανοίγει ο ψαρά το κιβώτιο, και το βλέπει μια κυρία του ζητάει να τις βάλει 3-4 σε μια σακουλίτσα.
Και εδώ αρχίζει το σόου...
Τα καβούρια ήταν μέσα σε δίχτυ και εφόσον ήταν ολοζώντανα, πιανόντουσαν εκεί.
Ο ψαράς φυσικά ούτε που τολμούσε να βάλει το χέρι του μέσα για να τραβήξει ένα, γιατί του την «πέφτανε» τα διπλανά, τα οποία είχαν τέτοια δύναμη που ακούγαμε τις δαγκάνες τους να ανοιγοκλείνουν.
Τότε, κάποιος «φωστήρας»
έφερε μια μετάλικη τσιμπίδα για σαλάτα και την πήρε η κυρία για να «ψαρέψει» τα καβούρια.
Φυσικά, η τσιμπίδα γλύστραγε, και όσες φορές κατάφερνε να απαγκιστρώσει κάποιο από το δίχτυ, μέχρι να το βάλει στη σακούλα, τις έπεφτε κάτω.
Για να μη σας τα πολυλογώ, σε όλο το διάδρομο γινόταν το σύστριγγλο.
Καβούρια να τρέχουν δεξιά-αριστερά, ο ψαράς και ο χασάπης να τα κυνηγάνε,
η κυρία να συνεχίζει ακάθεκτη να «ψαρεύει» στο δίχτυ, δυό κοριτσάκια να τσιρίζουν και να έχουν καβαλήσει τα καρότσια.
Χαμός...
Εγώ με τη μαμά μου είχαμε πέσει κάτω από τα γέλια...
Κρίμα που δεν είχα κάμερα μαζί μου...