GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
Καλώς ορίσατε, Επισκέπτης. Παρακαλούμε συνδεθείτε ή εγγραφείτε.

Σύνδεση με όνομα, κωδικό και διάρκεια σύνδεσης
Μάιος 19, 2024, 16:10:22 μμ
+  GreekMasa - Συνταγές μαγειρικής - Forum
|-+  Διασκέδαση και Ψυχαγωγία (εκτός κουζίνας)
| |-+  Βιβλίο, ποίηση και λογοτεχνία
| | |-+  ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΗ ΟΙ ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΕΣ (παραμύθι)
Σύνθετη αναζήτηση
  0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Σελίδες 1 Κάτω
Αποστολέας
Θέμα: ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΗ ΟΙ ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΕΣ (παραμύθι)  (Αναγνώστηκε 19016 φορές)
« στις: Ιανουάριος 23, 2011, 01:02:13 πμ »
TSIGKOS59 Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Ανδρας
Μηνύματα: 1.426
Μέλος από: Ιούν, 2010

Προφίλ
                                                             ΤΟΥ  ΤΡΙΩΔΗ  ΟΙ  ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΕΣ   
                                                                             (Α' ΜΕΡΟΣ)

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μακρινή χώρα, ζούσαν δυο βασιλιάδες που τα παλάτια τους ήταν αντικριστά, το ένα απέναντι στο άλλο.
Ο ένας ήταν καλός, ευγενικός και ταπεινός, και είχε τρείς κόρες, ο άλλος ήταν κακός, εγωιστής και αλαζόνας, και είχε τρείς γιούς.
      Κάθε πρωί, ο κακός βασιλιάς έβαζε τα καλά του ρούχα , τη χρυσή του κορώνα, έβγαινε στο μπαλκόνι και φώναζε του γείτονα του:
-Καλημέρα βασιλιά, με τα δώδεκα σπαθιά, με τις τρείς σου κόρες και γιό να μην ποτάξεις (αποκτήσεις). Αυτά τού ‘λεγε κάθε μέρα για να τον στεναχωρήσει και να τον πικράνει, γιατί αυτός είχε τρείς γιούς,  και ο άλλος τρείς κόρες.
    Ο καημένος ο καλός βασιλιάς, ήταν πάντα λυπημένος και σκυθρωπός,  γιατί δεν ήξερε τι να του απαντήσει και να τον αποστομώσει...
Μια μέρα οι κόρες ,του αποφάσισαν να τον ρωτήσουν τι έχει .
   Πάει λοιπόν η πρώτη κόρη, και τον ρωτάει :
-Τι έχεις πατέρα και είσαι πάντα λυπημένος και σκεφτικός;
-Τι νά ‘χω κόρη μου , της λέει. Δεν ακούς τον απέναντι βασιλιά,  που βγαίνει κάθε πρωί και με στεναχωράει, γιατί αυτός έχει τρείς γιούς, κι έγώ έχω τρείς κόρες;
-Άντε καλέ μπαμπά, αυτό έχεις, κι εγώ νόμιζα πως ψάχνεις να μου βρείς κανένα γαμπρό να με παντρέψεις. Του λέει η μεγάλη κόρη ,που ο νούς της ήταν μόνο ,
να βρεί ένα καλό γαμπρό να παντρευτεί, και τον άφησε χωρίς να τον παρηγορήσει.
     Πάει και η δεύτερη κόρη, και τον ρωτάει το ίδιο:
-Τι έχεις πατέρα και είσαι στεναχωρημένος;
-Τι νά ‘χω κόρη μου, της λέει, ο γείτονας από απέναντι, με κοροϊδεύει κάθε μέρα και μου λέει ότι αυτός έχει τρείς γιούς κι εγώ έχω τρείς κόρες και δεν ξέρω τι να του πώ.
-Άντε καλέ μπαμπά γιαυτό είσαι στεναχωρημένος, κι εγώ νόμιζα πως δεν έχεις λεφτά να μου αγοράσεις  φουστάνια και αρώματα που σου γύρεψα, του είπε και η δεύτερη κόρη που όλο τα λούσα είχε στο μυαλό της και έφυγε κι αυτή, δίχως να του πεί ένα γλυκό λόγο.
     Ήρθε η σειρά της μικρότερης κόρης, που τη λέγαν Ανεσώ.Ήταν η πιο όμορφη και έξυπνη απ’ τις άλλες, και ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο και της είχε αδυναμία .             
-Τι έχεις καλέ πατέρα και είσαι συλλογισμένος και στεναχωρημένος; τον ρωτάει η Ανεσώ.
-Τι νά’ χω παιδί μου, δεν βλέπεις τον γείτονα κάθε πρωί που βγαίνει στο μπαλκόνι και με κοροϊδεύει επιδή έχω τρείς κόρες και αυτός έχει τρείς γιούς; και ‘γώ δεν ξέρω τι να του απαντήσω, της λέει ο πατέρας της με πικραμένα χείλη.
-Αχ καλέ μπαμπά αυτός φταίει που είσαι τόσο λυπημένος; του λέει η Ανεσώ και τον χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι. Αύριο το πρωί θα σηκωθείς εσύ πρώτος, θα βγείς στο μπαλκόνι να  του πείς:
<< Εγώ μπορεί να μην έχω γιό, αλλά η μικρή μου κόρη είναι άξια και ικανή να κλέψει του Τριώδη τις αποχτενίδες >>.

    Ο Τριώδης ήταν ένα ωραίο παλικάρι, ψηλός και γεροδεμένος, βασιλόπουλο κι αυτός. Είχε χρυσά μαλλιά που κάνανε  δαχτυλίδια και πέφτανε πάνω στους ώμους του. Τα μαλλιά του επειδή ήταν χρυσά, φέρνανε τύχη και γούρι σε όποιον είχε έστω και μία τρίχα. Για κακή του τύχη όμως, ένας κακός και άσχημος μάγος τον είχε καταραστεί γιατί τον ζήλευε.
    Αλλά επειδή δεν μπορούσε να πειράξει τον ίδιο, μόνο στους ανθρώπους και στα πράγματα που ήταν γύρω του έκανε κακό. Τη μάνα του την έκανε δράκαινα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, και το παλάτι του ένα καταραμένο πύργο που μόνο κοράκια και νυχτερίδες πετούσαν τριγύρω.
    Μόνο αν δεχόταν  μια κοπέλα να τον παντρευτεί όπως είναι, αμέσως θα λύνονταν τα μάγια και όλα θα ήταν σαν και πρώτα. Ο καημός του ήταν μεγάλος,  γιατί ενώ ήταν ωραίο παλικάρι, καμιά κοπέλα δεν ήθελε να τον παντρευτεί, να έχει πεθερά μια δράκαινα, και σπίτι ένα καταραμένο πύργο.
   Την άλλη μέρα το πρωί που λέτε, σηκώθηκε ο καλός βασιλιάς, έβαλε τα καλά του ρούχα, τη χρυσή του κορώνα, βγήκε πρώτος στο μπαλκόνι και φώναξε του αλλουνού απέναντι:
-Καλημέρα βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, και με τους τρείς σου γιούς, μα εμένα η μικρή μου κόρη είναι άξια να κλέψει του Τριώδη τις αποχτενίδες!
    Όταν το άκουσε αυτό ο κακός βασιλιάς, έσκασε απ’το κακό του, γιατί είχε τρείς γιούς, και κανείς δεν τολμούσε να περάσει ούτε από κοντά από τον καταραμένο πύργο όταν πηγαίνανε στο κυνήγι.
    Το θεωρούσαν λοιπόν, μεγάλο κατόρθωμα και παλικαριά, να μπεί κάποιος μέσα και να κλέψει κάτι.

Σηκώθηκε που λέτε, την άλλη μέρα η Ανεσώ να ετοιμαστεί  για το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι.
Έβαλε παντελόνι και πουκάμισο και ένα μεγάλο σκούφο και μάζεψε όλα τα μαλλιά της να μη φαίνεται ότι είναι γυναίκα, γιατί φοβόταν να μην την αγαπήσει ο Τριώδης, και δεν την αφήσει να φύγει...
    Μια και δυο, παίρνει το δρόμο για τον πύργο του Τριώδη. Τρείς μέρες και τρείς νύχτες περπατούσε μέσα από βουνά και δάση, ποτάμια και ρεματιές, και μετά από πολλές κακουχίες και ταλαιπωρίες, έφτασε επιτέλους στον καταραμένο πύργο.                          Η  Ανεσώ τον είδε και αγριεύτηκε, ρίγος και ανατριχίλα πέρασε το κορμί της σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
    Ήταν  σκοτεινός  και αραχνιασμένος και στη σκεπή του φτερούγιζαν και έκραζαν κοράκια και νυχτερίδες, τριγύρω του, δεν φύτρωνε ούτε ένα πράσινο χορτάρι, μόνο ξερα δέντρα και αγκάθια ασκήμιζαν περισσότερο το τοπίο.
     Για μια στιγμή μετάνιωσε, τρομοκρατημένη έκανε ένα βήμα πίσω να φύγει, αλλά θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα της, και δεν ήθελε να τον ντροπιάσει κιάλλο στον κακό του γείτονα.
    Σίμωσε κοντά στην πόρτα, κατέβασε τα μανίκια μέχρι τα δάχτυλα να μην φαίνονται τα κοντυλένια χέρια της, σήκωσε πάνω το γιακά να μη φαίνεται ο αλαβάστρινος λαιμός της, κατέβασε και το σκούφο μέχρι τα αφτιά και τα μάτια να μη φαίνονται τα χρυσόξανθα μαλλιά της.
Τακ-τακ-τακ  χτυπάει την πόρτα και φωνάζει:
-Τριώδη-Τριώδη άνοιξε, είμαι ένας παλιός σου φίλος απ’το στρατό και ήρθα να σε δώ.
    Ο Τριώδης άνοιξε, και πρόβαλε στο κεφαλόσκαλο, τα μάτια της Ανεσώς θόλωσαν από την ομορφιά του, και η καρδιά της φτερούγισε, δεν είχε ξαναδεί πιο ωραίο νέο στη ζωή της, έλαμπε σαν τον ήλιο με τα χρυσά του μαλλιά, και παραξενεύτηκε,
πώς ένας τόσο όμορφο παλικάρι, να ζεί σ’ αυτό το καταραμένο μέρος.
Χαμήλωσε το κεφάλι, έκανε πέτρα την καρδιά της και έβγαλε κάθε πονηρή σκέψη από το μυαλό της.
    Ο  Τριώδης, την βλέπει καλά-καλά και της λέει:
-Ποιός είσαι φίλε μου, δεν σε θυμάμαι, έχουν περάσει δα και τόσα χρόνια, αλλά δεν πειράζει, αφού ήρθες στο σπίτι μου, έλα να σε φιλοξενήσω, σε βλέπω κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.
Περάσανε μέσα στο σπίτι, οι ποντικοί και οι αρουραίοι πηγαινοφέρνανε ανενόχλητοι, οι αράχνες  είχαν καλύψει το ταβάνι και τις γωνίες, με τα δίχτυα τους, η μούχλα κι η υγρασία της έκοψαν την ανάσα, η Ανεσώ κόντεψε να λιποθυμήσει αλλά κρατήθηκε.
    Ο Τριώδης ετοίμασε το μπάνιο ,της έδωσε καθαρό παντελόνι και πουκάμισο να πλυθεί , ν’ αλλάξει και έστρωσε τραπέζι να φάνε.
   Όπως έκανε μπάνιο η Ανεσώ, ο Τριώδης είδε από μια χαραμάδα της πόρτας ότι είναι  γυναίκα και θαύμασε την ομορφιά της. Όταν κάτσανε στο τραπέζι της λέει:
-Γιατί μου έκρυψες πως είσαι γυναίκα;  μήπως ήρθες να με κατασκοπεύσεις ή να με κλέψεις; Ή μήπως είσαι μάγισσα και θέλεις να μου κάνεις κακό;
   Η Ανεσώ τότε έβαλε τα κλάματα και του είπε όλη την αλήθεια για τον κακό γείτονα που στεναχωρούσε τον πατέρα της και τον πλήγωνε κάθε μέρα και οτι υποσχέθηκε να κλέψει τις αποχτενίδες του και να του τις πάει, για να αποδείξει οτι μπορεί ο πατέρας της να μην έχει γιό, αλλά αυτή είναι ικανή και άξια σαν παλικάρι.
     Ο Τριώδης όμως, είδε πως είναι ωραία κοπέλα, την αγάπησε και δεν την άφηνε να φύγει.
-Εμένα μ’ αρέσεις, και θέλω να σε κάνω γυναίκα μου, της λέει, τώρα που ήρθες εδώ, δεν σ’ αφήνω να φύγεις, γιατί άμα φύγεις, δεν θα ξαναγυρίσεις.
Τώρα που θά’ ρθει η μάνα μου θα της πώ ότι θέλω να σε παντρευτώ και θα την παρακαλέσω να μη σου κάνει κακό.

    Ο ήλιος πια είχε γύρει πίσω από τα βουνά και άρχισε να σουρουπώνει.
Μαύρη θολούρα και καταχνιά, πλάκωνε σιγά-σιγά τον καταραμένο πύργο.
Βαριά βήματα ακούστηκαν από μακριά, μπουπ-μπουπ-μπουπ, η γής έτρεμε σαν να έκανε σεισμό, τα παραθυρόφυλλα του πύργου έτριζαν και τα κερκέλια βροντούσαν απάνω στις παλιές καστρόπορτες.
    Ήταν η δράκαινα, η μάνα του Τριώδη που επέστρεφε από το δάσος. Κάθε πρωί έφευγε, και γύριζε όλη μέρα σε βουνά και λαγκάδια να κυνηγήσει. Απ’ όπου περνούσε, τα πουλιά και τα τζιτζίκια σταματούσαν το γλυκόλαλο τραγούδι τους, μια νεκρική σιγή και παγωμάρα απλωνόταν τριγύρω.
    Τα ζώα και τ’ αγρίμια του δάσους τρέχανε σαν κυνηγημένα να κρυφτούνε στους θάμνους και στα λαγούμια τους. Μόνο κανένα τρομαγμένο ζωάκι που δεν προλάβαινε να κρυφτεί, το άρπαζε, και τό ‘τρωγε.
     
Τώρα τα βήματα ακούγονταν όλο και πιο βαριά, και τα κοράκια έκραζαν αγριεμένα,
με μια δυνατή σπρωξιά, η δράκαινα άνοιξε την πόρτα, και στάθηκε στη μέση του σπιτιού. Ήταν μια θεόρατη χοντρή και ασουλούπωτη γριά, γεμάτη γαϊδουρότριχες και μαύρες κρεατοελιές στα μάγουλα και στο πιγούνι. Μόλις την είδαν τα σκυλιά και τα γατιά του σπιτιού, αφινιάσανε, βγάλανε  ένα  πνιχτό ουρλιαχτό και πήδηξαν απ’τα παράθυρα.
    Η Ανεσώ φοβήθηκε πολύ, έτρεμε σαν ψάρι και κρύφτηκε πίσω από ένα έπιπλο.
    Η δράκαινα σούφρωσε την καμπουρωτή μύτη της, άνοιξε τα τριχωτά ρουθούνια της και ρουφούσε τον αέρα γύρω-γύρω.
-Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει, ποιός είναι μέσα στο σπίτι; ρωτάει αγριεμένη το γιό της.
Γούρλωσε τις ματάρες τις και έψαχνε καλά-καλά τριγύρω. Ο Τριώδης τότε της είπε:
-Μάνα, μια ωραία κοπέλα ήρθε, μόνο σε παρακαλώ μην της κάνεις κακό γιατί μου αρέσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Πούντηνε, φέρ’ την  εδώ μπροστά μου να τη δώ, του λέει νευριασμένη.
Ο Τριώδης, πήρε την Ανεσώ από το χέρι, και την παρουσίασε μπροστά της...
Η δράκαινα ,θάμπωσε από την ομορφιά της, ήταν ψηλή λιγερόκορμη με χρυσόξανθα μαλλιά που φτάναν μέχρι τη μέση της.
-Ωραία κοπέλα είσαι, της λέει, αν είσαι και έξυπνη θα σου δώσω το γιό μου για άντρα σου και δεν θα σου κάνω κακό. Γιαυτό θα σε βάλω να κάνεις δύο δουλειές κι άμα τα καταφέρεις, γλύτωσες, αλλιώς αλίμονο σου.
   Της δίνει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και της λέει:
-Αυτό θέλω να μου το ψήσεις αύριο, να το φάω το βράδυ που θά ‘ρθω, αλλά πρόσεξε, θέλω το μισό να είναι καλοψημένο, και το άλλο μισό άψητο, κατάλαβες της λέει. Κατάλαβα λέει η Ανεσώ παγωμένη από τον τρόμο.

    Όλη τη νύχτα η Ανεσώ έκλεγε και σκεφτότανε πως να ψήσει το κρέας να ευχαριστήσει τη δράκαινα. Ο Τριώδης την είδε να βαλαντώνει στον κλάμα,
τη λυπήθηκε και θέλησε να τη βοηθήσει.
-Έλα να σε φιλήσω και να σ’ αρμηνέψω, της λέει.
-Δεν θέλω ούτε να με φιλήσεις, ούτε να μ’αρμηνέψεις, καλύτερα έχω να με φάει η μάνα σου, του απαντάει η Ανεσώ ,που δεν ήθελε να μπλέξει με αγάπες και έρωτες.
    Ο Τριώδης όμως επέμενε γιατί την αγαπούσε, και δεν ήθελε να την φάει η μάνα του, της έδωσε ένα φιλί με το ζόρι και τη συμβούλεψε πως να ψήσει το κρέας.
Αμέσως ένα χρυσό δόντι φύτρωσε στο στόμα της Ανεσώς εκεί που σκάει το χαμόγελο της.
   Την άλλη μέρα όταν έφυγε η δράκαινα, η Ανεσώ άρχισε να μαγειρεύει το κρέας όπως την αρμήνεψε ο Τριώδης.Το χώρισε στη μέση, πήρε το μισό, το μαγείρεψε με ωραία μπαχαρικά και βότανα,που μοσχομύρισε το σπίτι, γιατί ήταν καλονοικοκυρά και χρυσοχέρα. Όταν τελείωσε,έκατσε και περίμενε την δράκαινα.Μόλις άκουσε τα βήματα της,κατάλαβε οτι έρχεται,σήκώθηκε,έριξε το άλλο μισό κρέας μέσα στο καζάνι,το ανακάτεψε καλά και το άφησε...
   
   Ήρθε η δράκαινα , κάθισε στο τραπέζι και της έβαλε σε μια πήλινη γαβάθα μπόλικο κρέας να φάει.
Η δράκαινα έτρωγε με όρεξη, πλαπλάκιαζε τα ζαρωμένα χείλια της και τά ‘γλυφε με τη γλώσσα της ευχαριστημένη. Ήταν ακριβώς όπως το ήθελε, το μισό καλοψημένο και μυρωδάτο και το άλλο μισό άψητο με τη γεύση του ωμού και να στάζει το αίμα. Παραξενεύτηκε όμως, πώς ήξερε η Ανεσώ και  τό ‘ψησε έτσι όπως της αρέσει; 
Και της λέει;
-Για μάγου-μάγου κόρη είσαι, για μάγισσας παιδί, ή του γιού μου του Τριώδη αρμηνέματα είναι.
     Κι η Ανεσώ της απάντησε:  -Ήξερα τα κι έκαμα τα.
Αύριο, της λέει η δράκαινα, θέλω να μου σκουπίσεις τον πύργο, αλλά πρόσεξε, θέλω
ο μισός να είναι σκουπισμένος και ο άλλος μισός ασκούπιστος, κατάλαβες, αλλιώς αλίμονο σου κακομοίρα μου. Κατάλαβα, της λέει η Ανεσώ φοβισμένη.
    Καθόταν πάλι η καημένη η Ανεσώ και έκλαιγε όλη νύχτα, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει.
Την είδε πάλι ο Τριώδης, τη λυπήθηκε, και θέλησε να τη βοηθήσει.
-Έλα να σε φιλήσω και να σ’ αρμηνέψω πως να σκουπίσεις τον πύργο, της λέει.
-Δεν θέλω ούτε να με φιλήσεις, ούτε να μ’ αρμηνέψεις, καλύτερα έχω να με φάει η μάνα σου, του απαντάει λυπημένη. Αλλά ο Τριώδης πάλι επέμενε γιατί την αγαπούσε και δεν ήθελε να πάθει  κακό, της έδωσε ένα φιλί με το ζόρι και συμβούλεψε.
Αμέσως άλλο ένα χρυσό δόντι φύτρωσε από την άλλη μεριά, στο στόμα της Ανεσώς.
     Την άλλη μέρα, όταν έφυγε η δράκαινα, η Ανέσώ άρχισε να σκουπίζει τον πύργο όπως την είχε συμβουλέψει ο Τριώδης. Έπιανε ένα-ένα δωμάτιο, σκούπιζε το μισό, κι έβαζε τα σκουπίδια στο άλλο μισό, έτσι το μισό δωμάτιο ήταν σκουπισμένο και το άλλο μισό ασκούπιστο. Το ίδιο έκανε σε όλα τα δωμάτια του πύργου, τους διαδρόμους και τις σκάλες. Κατά το απογευματάκι πια, τελείωσε και περίμενε τη δράκαινα.
    Μόλις άρχισε να βραδιάζει, ήρθε η δράκαινα, γύρισε όλο τον πύργο ένα-ένα δωμάτιο και είδε ότι ήταν σκουπισμένος όπως ήθελε, και παραξενεύτηκε...
-Για μάγου-μάγου κόρη είσαι για μάγισσας παιδί, ή του γιού μου του Τριώδη αρμηνέματα είναι! της ξαναλέει, και η Ανεσώ της απάντησε πάλι:
 -Ήξερα τα κι έκαμα τα.
     Περνούσαν που λέτε οι μέρες, οι μήνες κι η Ανεσώ ήταν πάντα λυπημένη και βουρκωμένη, γιατί θυμόταν τον αγαπημένο της πατέρα που την περίμενε με λαχτάρα και έψαχνε πάντα ευκαιρία να κλέψει τις αποχτενίδες του Τριώδη και να φύγει.
     Ο Τριώδης πάλι από την άλλη δεν έφευγε ούτε λεπτό από κοντά της και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε η αγάπη και ο έρωτας του γι’ αυτή και συνέχεια την παρακαλούσε να τον παντρευτεί.
    Έκλεγε η Ανεσώ, χτυπιότανε και τον παρακαλούσε :
-Άφησέ με να πάω τις αποχτενίδες σου στον πατέρα μου ,και μετά θα ξαναγυρίσω, τού ‘λεγε συνέχεια, αλλά αυτός, ήταν ανένδοτος.
-Δεν σ’ αφήνω να φύγεις της έλεγε, γιατί άμα φύγεις ,δεν θα ξαναγυρίσεις κι εγώ θα πεθάνω όταν σε χάσω.
Τι να κάνει που λέτε κι η Ανεσώ, έκανε υπομονή και πάντα έψαχνε την ευκαιρία να την κοπανήσει...

     Μιά μέρα λοιπόν που ο Τριώδης ήταν στο μπάνιο, η Ανεσώ βρήκε την ευκαιρία που περίμενε από καιρό, άρπαξε λοιπόν τη χτένα του με τις αποχτενίδες  απ’ τον καθρέφτη κι έφυγε σαν αστραπή.
     Ο Τριώδης δεν την είδε ούτε την άκουσε γιατί τα μάτια του και τ’αφτιά του ήταν γεμάτα σαπουνάδες και δεν κατάλαβε τίποτα. Όταν  βγήκε από το μπάνιο και δεν την είδε, λαχτάρησε. Φώναξε απο’ δώ ,φώναξε απο’κεί ,έψαξε όλο τον πύργο, άφαντη η Ανεσώ.
 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ....

« Τελευταία τροποποίηση: Ιανουάριος 23, 2011, 12:09:50 μμ από ArXoS » Καταγράφηκε
ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ
 
Απάντηση #1
« στις: Ιανουάριος 23, 2011, 01:26:55 πμ »
TSIGKOS59 Αποσυνδεδεμένος
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Ανδρας
Μηνύματα: 1.426
Μέλος από: Ιούν, 2010

Προφίλ

                                                         ΤΟΥ  ΤΡΙΩΔΗ  ΟΙ  ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΕΣ   
                                                                      ( Β' ΜΕΡΟΣ )

    Μιά μέρα και μιά νύχτα έτρεχε μέχρι να φτάσει στο παλάτι του πατέρα της, και όταν έφτασε ο πατέρας της την αγκάλιασε ,τη φίλησε και της είπε:
-Εγώ παιδί μου σε είχα ξεγραμμένη, απελπίστηκα πια να σε περιμένω και νόμιζα πως σ’έφαγε η δράκαινα. Δε μ’έφτανε ο πόνος μου που σ’έχασα, κι έκλαιγα μέρα νύχτα, είχα και το γείτονα απέναντι, να με στεναχωράει κάθε μέρα, πως δεν είσαι άξια ,και δεν  κατάφερες να κλέψεις τις αποχτενίδες του Τριώδη.
    Την άλλη μέρα, σηκώθηκε ο καημένος ο βασιλιάς ολόχαρος πρωί-πρωί, έβαλε τα καλά του ρούχα, τη χρυσή του κορώνα, βγήκε πρώτος στο μπαλκόνι κρατώντας τη χτένα στο χέρι του και φώναξε  του αλλουνού απέναντι :
-Καλημέρα βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά και με τους τρείς σου γιούς, μα εμένα η μικρή μου κόρη έφερε τις αποχτενίδες του Τριώδη.
    Βγαίνει ο άλλος βασιλιάς ,βλέπει τη χτένα με τις χρυσές τρίχες να λαμπιρίζουν στο πρωινό ήλιο και κιτρίνισε απ’το κακό του. Απ’την  ντροπή του και την κακία του, πούλησε το παλάτι ,πήρε τους γιούς του και εξαφανίστηκαν.
    Τώρα πια ο καλός μας βασιλιάς, ζούσε ευτυχισμένος με τις κόρες του, χωρίς  να τον ενοχλεί  κανένας.

    Ο Τριώδης όμως που έχασε την Ανεσώ, κόντεψε να τρελαθεί απ’τον καημό του ,
και δεν ήξερε τι να κάνει, που να πάει να τη βρεί ,αφού δεν ήξερε ούτε πώς τη λένε, ούτε από πού είναι ,ούτε ποιανού κόρη είναι.
    Παρακάλεσε λοιπόν τη μάνα του ,να τον βοηθήσει.
-Μάνα, της λέει, εγώ θα πεθάνω απ’τη στεναχώρια μου, άμα δεν βρώ την Ανεσώ ,τη ζωή μου δεν τη θέλω. Η μάνα του, αν και δράκαινα με σκληρή καρδιά σαν πέτρα, τον λυπήθηκε γιατί ήταν παιδί της και δέχτηκε να τον βοηθήσει. Του έδωσε μια κλώσα με δώδεκα κλωσόπουλα και του είπε:
-Πάρε αυτή την κλώσα με τα πουλιά που είναι μαγεμένα, μόλις τα ταϊσει  θα γίνουν
δώδεκα φρουροί με τον αρχηγό τους να την κλέψουν και να στη φέρουν εδώ.
   Τι να την κάνει όμως την κλώσα με τα κλωσοπούλια αφού δεν ήξερε που είναι η αγαπημένη του για να της τα δώσει;
Παίρνει λοιπόν τους δρόμους και τα βουνά, γύριζε απο ‘δώ γύριζε απο‘κεί, μέχρι που απελπίστηκε. Μια μέρα που λέτε, συναντάει ένα γυρολόγο πραματευτή και του λέει:
-Εσύ που γυρίζεις όλο τον κόσμο και ξέρεις όλες τις χώρες και τα χωριά θέλω να βρείς την αγάπη μου  να της δώσεις αυτή την κλώσα με τα πουλιά που είναι μαγεμένα, μόλις αυτή τα ταϊσει θα γίνουν δώδεκα φρουροί με τον αρχηγό τους να την αρπάξουν να μου την φέρουν.
   Του έδωσε κι ένα πουγκί φλουριά για να τον καλοπιάσει
-Και πώς θα γνωρίσω την αγαπημένη σου αφού δεν την γνωρίζω; ούτε το όνομά της δεν ξέρω; τον  ρώτησε ο πραματευτής.
    Τότε ο Τριώδης θυμήθηκε τα δυο χρυσά δόντια που φύτρωσαν στο στόμα της όταν την φίλησε.
Θα τα δώσεις σ’αυτήν που έχει το πιο ωραίο και λαμπερό χαμόγελο, του λέει.
    Φεύγει λοιπόν ο πραματευτής, γύριζε τις πόλεις και τα χωριά και φώναζε:
-Μια κλώσα με τα πουλιά πουλώ μ’ένα χαμόγελο, μιά κλώσα με τα πουλιά πουλώ μ’ένα χαμόγελο. Βγαίνανε έξω οι κυράδες κι οι κοπελιές, χαμογελούσανε στον
πραματευτή, αλλά καμιά δεν του άρεσε ,και τις έδιωχνε. Του δίνανε φλουριά και παράδες να τα πουλήσει, αλλά αυτός δεν τά’δεινε, έψαχνε να βρεί το πιο ωραίο χαμόγελο.
   Με τα πολλά, πέρασε κάποτε κι απ’το παλάτι του καλού μας βασιλιά.
-Μιά κλώσα με τα πουλιά πουλώ μ’ένα χαμόγελο, φωνάζει ο πραματευτής.
Βγαίνουν έξω οι τρείς αδερφές, και χαμογελάνε μία-μία...Δεν μ’αρέσει λέει της πρώτης, δεν μ’αρέσει λέει της δεύτερης, αλλά μόλις χαμογέλασε η Ανεσώ ,μιά λάμψη άστραψε από το στόμα της, ο πραματευτής τότε  θάμπωσε από την ομορφιά της, είχε το  ωραιότερο  χαμόγελο, είδε και τα δύο χρυσά δόντια ,που αστράφτανε, και κατάλαβε πια ,πως αυτή είναι η αγαπημένη του Τριώδη.
   Της δίνει την κλώσα με τα πουλιά, αλλά επειδή ήταν πολύ όμορφη, τη λυπήθηκε, και της έδωσε μιά συμβουλή:
-Ποτέ δεν θα ταϊσεις μαζί την κλώσα με τα πουλιά, της είπε, το πρωί θα ταϊζεις την κλώσα και το απόγευμα τα πουλιά, κατάλαβες; της λέει ο πραματευτής, κατάλαβα  λέει  κι η  Ανεσώ και τα παίρνει.
    Περνούσαν οι μέρες, κι οι μήνες, η Ανεσώ το πρωί έκρυβε τα πουλιά και τάιζε μόνο την κλώσα ,και όταν αυτή έτρωγε καλά και χόρταινε, έλεγε στα παιδιά της:
-Κάκαβρα-κάκαβρα άντε να κλέψουμε την Ανεσώ να την πάμε του αφέντη μας.
   Και τα πουλιά της απαντούσανε:
-Πίου-πίου τσιν-τσιν-τσιν, εμείς πεινάμε ενώ εσύ είσαι χορτάτη, δεν πάμε πουθενά!
   Το απόγευμα έκρυβε η Ανεσώ την κλώσα, και τάιζε μόνο τα πουλιά ,όταν κι αυτά τρώγανε και χορταίνανε, λέγανε στη μάνα τους:
-Πίου-πίου τσιν-τσιν-τσιν ,μάνα, άντε  να  κλέψουμε την Ανεσώ να την πάμε του Τριώδη.
-Κάκαβρα-κάκαβρα, έλεγε η κλώσα, εσείς φάγατε, ενώ εγώ πεινάω, δεν πάω πουθενά.

   Αυτό γινότανε κάθε μέρα ,ώσπου ένα απόγευμα ,ξέχασε η Ανεσώ να ταϊσει τα πουλιά...
Σηκώνεται την άλλη μέρα το πρωί, και τα βλέπει όλα να φωνάζουνε και να χαλάνε τον κόσμο λυσσασμένα από την πείνα, τι να κάνει η καημένη η Ανεσώ,τα λυπήθηκε ,κι έκανε το λάθος και τα τάισε όλα μαζί...
    Μόλις φάγανε και χορτάσανε, αμέσως μεταμορφωθήκανε φρουροί ,την αρπάξανε και την πήγανε του Τριώδη...Ο Τριώδης μόλις την είδε, την αγγάλιασε, τη φίλησε και της ζήτησε να παντρευτούνε. Αυτή όμως έκλαιγε πάλι ,και τού ‘λεγε:
-Κι εγώ σ’ αγαπάω γιατί είσαι καλός κι ωραίος άντρας, αλλά δεν μπορώ να ζήσω σ’αυτό τον καταραμένο πύργο και νά ‘χω πεθερά μιά δράκαινα.
    Ο Τριώδης της υποσχέθηκε ,και της έδωσε το λόγο του ,πως όταν παντρευτούνε όλα θ’ αλλάξουν και τίποτα δεν θά ‘ναι όπως πρώτα. Δεν μπορούσε όμως να της πεί περισσότερα, γιατί η Ανεσώ δεν ήξερε πως όλα γύρω ήταν μαγεμένα από τον κακό μάγο, και δεν έπρεπε να το μάθει πριν παντρευτούν, γιατί άμα το ήξερε τα μάγια δεν θα λύνανε.
    Η Ανεσώ τον πίστεψε, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, και δέχτηκε να   παντρευτούνε...
Το πρώτο βράδυ κοιμηθήκανε μαζί, και το πρωί όταν ξυπνήσανε ,όλα είχαν αλλάξει .
Ο αραχνιασμένος και σκοτεινός πύργος, έγινε ένα λαμπρό παλάτι, οι ποντικοί και οι αρουραίοι έγιναν ευγενικοί και πρόσχαροι υπηρέτες και καμαριέρες, τα κοράκια κι οι νυχτερίδες, έγιναν άσπρα περιστέρια, καρδερίνες και αηδόνια, τα ξερά  δέντρα και τα αγκάθια ,γίνανε περιβόλια και κήποι με κάθε λογίς δέντρα και λουλούδια, και η κακιά δράκαινα, έγινε μιά καλή και στοργική μάνα και πεθερά. Όλα λάμπανε και αστράφτανε στον πρωινό ήλιο και τίποτα δεν θύμιζε το παλιό καταραμένο τοπίο.
   Ήταν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά γεράματα, κάνανε πολλά παιδιά κι εγγόνια, και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!

(Αυτό το παραμύθι μου το έλεγε η γιαγιά μου που ήταν από τα Αλάτσατα της Μ.Ασίας)
   
                                                     ΝΙΚΟΣ  ΤΣΙΓΚΟΣ
                                                         ΗΡΑΚΛΕΙΟ
 

« Τελευταία τροποποίηση: Ιανουάριος 23, 2011, 12:10:34 μμ από ArXoS » Καταγράφηκε
ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ
 
Απάντηση #2
« στις: Ιανουάριος 23, 2011, 13:05:58 μμ »
dolly Αποσυνδεδεμένος
Mέλος
**
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 130
Μέλος από: Μάι, 2010

Προφίλ
Συγχαρητηρια κε Τσιγκο, το λάτρεψα...!!! up up
Καταγράφηκε
 
Απάντηση #3
« στις: Ιανουάριος 23, 2011, 13:11:31 μμ »
Pastaflora Αποσυνδεδεμένος
VIP Member
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.918
Μέλος από: Μάι, 2008

Προφίλ
Ε! τελικά  μας έσκισες ΟΛΟΥΣ!!! εισαι ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ μάγειρας, καλός πατέρας, ποιητής , λογοτέχνης και από ότι άκουσα να παίζεις και άριστος πιανιστας!!!

Ε! δεν παίζεσαι με ΤΙΠΟΤΑ!!!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑΑΑΑΑΑ!!!!! up up up rose rose rose
Καταγράφηκε
May the brightest Rainbow shine on you today.
 
Απάντηση #4
« στις: Ιανουάριος 23, 2011, 16:11:00 μμ »
Pastaflora Αποσυνδεδεμένος
VIP Member
Ανώτατο μέλος
*****
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 4.918
Μέλος από: Μάι, 2008

Προφίλ
Μπήκα και το ...ξαναδιάβασα δεν το χορταίνω, έχω διαβάσει πάρα πολλά παραμύθια στην ζωή μου, αυτό είναι από τα ομορφότερα!...   

Υπέροχο, και πάλι συγχαρητήρια, κάποτε θα το πω στα εγγόνια μου αν θέλει ο Θεός, γιαυτό το έχω αποθηκεύσει στο αρχείο μου...με την 'αδειά σου β'έβαα!!!! up up upαν θ'ελεις γράψε μου κι άλλα...  Περιμένω... up up
Καταγράφηκε
May the brightest Rainbow shine on you today.
 
Απάντηση #5
« στις: Ιανουάριος 24, 2011, 16:00:16 μμ »
kyriaki270769 Αποσυνδεδεμένος
Πλήρες μέλος
***
Φύλο: Γυναίκα
Μηνύματα: 224
Μέλος από: Δεκ, 2010

Προφίλ
 Κλείσιμο ματιού καταπληκτικό!!!
Μου άρεσε πολύ!  inlove kissed roseΜΠΡΑΒΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !
Καταγράφηκε
ΑΡΧΗ: 03/01/212 86,6. ------->ΣΤΟΧΟΣ: 70
 
Εκτύπωση  Σελίδες 1 Πάνω